Δεν ήξερε, κι ούτε μπορούσε πια να παρακολουθήσει την ίδια τη σκέψη του. Το μόνο που ήξερε ήταν το πώς πέταξε η καρδιά του όταν είδε την όμορφη σκλάβα — αυτό ήταν το μόνο που ήθελε να ξέρει. Έστιασε πάλι τη σκέψη του σε κείνη τη ματιά, στα τεράστια, φωτεινά, πράσινα μάτια που τον κοίταξαν για μια στιγμή κάτω από τα υπέροχα, σταρόχρωμα μαλλιά.
Σιγά-σιγά η εικόνα ξεθώριασε και ο Λούθιεν άρχισε να αντιλαμβάνεται και πάλι το περιβάλλον.
«Πολλοί από τους Νεραϊδογέννητους έχουν γίνει σκλάβοι», του έλεγε ο Όλιβερ. «Ιδιαίτερα οι μιγάδες.
Ο Λούθιεν κοίταξε άγρια τον χάφλινγκ, λες και είχε προσβάλει την αγάπη του.
»Μιγάδες», επανέλαβε ο Όλιβερ. «Μισοί ξωτικά και μισοί άνθρωποι. Δεν είναι τόσο σπάνιοι».
«Και τους έχουν για σκλάβους;» είπε ο νεαρός σχεδόν φτύνοντας τις λέξεις.
Ο Όλιβερ σήκωσε τους ώμους. «Τα καθαρόαιμα ξωτικά δεν τους έχουν σε μεγάλη υπόληψη, ούτε και οι άνθρωποι. Αν όμως θέλεις να θρηνήσεις κάποια φυλή, αφελή νεαρέ μου φίλε, κλάψε για τους νάνους. Αυτοί και όχι τα ξωτικά και τα μισοξωτικά είναι στη χαμηλότερη θέση της ιεραρχίας του Άβον».
«Και οι χάφλινγκ πού βρίσκονται;» ρώτησε ο Λούθιεν με κάποια κακεντρέχεια.
Ο Όλιβερ πέρασε τα χέρια μέσα από τα μακριά, σγουρά, καστανά μαλλιά του. «Όπου θέλουμε να βρισκόμαστε, φυσικά», απάντησε κάνοντας μια στράκα με τα δάχτυλά του μπροστά στο πρόσωπο του Λούθιεν. Μετά γύρισε και φώναξε στον Τάσμαν να του ξαναγεμίσει το άδειο ποτήρι της μπίρας που βρισκόταν μπροστά του.
Ο Λούθιεν δεν έδωσε συνέχεια στη συζήτηση. Γύρισε πάλι τη σκέψη του στην κοπέλα και στο θέμα της δουλείας γενικά. Στο Μπέντγουιντριν δεν υπήρχαν δούλοι — ή τουλάχιστον δεν είχε ακούσει ποτέ του κάτι τέτοιο. Όλες οι φυλές ήταν ευπρόσδεκτες και είχαν ειρηνική και δίκαιη αντιμετώπιση, με εξαίρεση τους Κυκλωπιανούς. Βέβαια, τώρα, μετά τα διατάγματα από το Καρλάιλ, οι κάτοικοι του νησιού δεν μπορούσαν πια να διώχνουν τους μονόφθαλμους από τη γη τους. Μα ακόμα και σήμερα, στο Μπέντγουιντριν, οι Κυκλωπιανοί δεν ήταν ευπρόσδεκτοι σε όλες τις πόρτες — ακόμη και ιδιοκτήτες πανδοχείων συχνά τους έλεγαν ψέματα ότι δεν έχουν ελεύθερα δωμάτια.
Η δουλεία όμως; Ο Λούθιεν έβρισκε το όλο θέμα τελείως δυσάρεστο, ενώ η σκέψη ότι εκείνη η γυναίκα, αυτό το όμορφο και αθώο πλάσμα που είχε κλέψει την καρδιά του με ένα μόνο βλέμμα, ήταν σκλάβα ενός εμπόρου, γέμιζε το στόμα του με μια πικρή γεύση που καμιά ποσότητα μπίρας δεν θα μπορούσε να ξεπλύνει.
Μετά από μερικά ποτά ο Λούθιεν καθόταν ακόμη μπροστά στον πάγκο γκρινιάζοντας μουρμουριστά για αδικίες και, προς μεγάλη ανησυχία του Όλιβερ, για εκδίκηση.
Ο χάφλινγκ σκούντησε ξαφνικά με δύναμη τον Λούθιεν κάνοντάς τον να χύσει πάνω του κάμποση από την μπίρα που κρατούσε. Το παλληκάρι γύρισε βράζοντας για να αγριοκοιτάξει τον φίλο του, αλλά ο Όλιβερ του έκανε νόημα να μη μιλήσει και να προσέξει μια συζήτηση που γινόταν ανάμεσα σε δυο τύπους με μούτρο κακοποιών, οι οποίοι κάθονταν επίσης μπροστά στον πάγκο, μερικά σκαμνιά πιο κάτω.
«Είναι η Πορφυρή Σκιά, σου λέω!» δήλωσε ο ένας. «Γύρισε! Ο δούκας Μόρκνεϊ και οι κλέφτες έμποροι θα βρουν τον μπελά τους, να ’σαι σίγουρος γι’ αυτό!»
«Τι ανοησίες είναι αυτές που λες;» είπε ο σύντροφός του συνοδεύοντας τα λόγια του με μια κίνηση του χεριού. «Πόσον καιρό ζουν οι Πορφυρές Σκιές; Τι λες εσύ, Τάσμαν; Ο φίλος μου εδώ πιστεύει ότι η Πορφυρή Σκιά γύρισε από τους νεκρούς για να στοιχειώσει το Μόντφορτ».
«Αφού σου λέω ότι είδαν τις σκιές», επέμεινε ο άλλος. «Μου το είπε ένας φίλος μου σκλάβος! Όσο κι αν τις πλένουν δεν φεύγουν, και όσο κι αν τις βάφουν δεν σκεπάζονται!»
«Ναι, ακούγονται κάποιοι ψίθυροι», είπε ο Τάσμαν σκουπίζοντας τον πάγκο του μπροστά στους δύο βρόμικους κακοποιούς. «Κι αν είναι αλήθεια», ρώτησε τον πρώτο, «πιστεύεις ότι είναι καλό αυτό;»
«Καλό;» επανέλαβε έκπληκτος ο άλλος. «Και βέβαια είναι καλό! Μου αρέσει πολύ να βλέπω αυτά τα χοντρογούρουνα, τους εμπόρους, να παθαίνουν ό,τι τους αξίζει!»
«Όμως, αν η Πορφυρή Σκιά συνεχίσει να χτυπάει άσχημα τους εμπόρους, αυτό σημαίνει ότι θα μειωθεί και η δική σου μπάζα, έτσι δεν είναι;» είπε ο Τάσμαν. «Σημαίνει επίσης ότι ο δούκας Μόρκνεϊ θα βάλει κι άλλους φρουρούς στους δρόμους της άνω πόλης».
Ο κακοποιός έμεινε αμίλητος για μια στιγμή, καθώς σκεφτόταν αυτές τις συνέπειες. «Είναι καλό!» είπε τελικά. «Εγώ λέω ότι αξίζει αυτό το τίμημα, αν είναι να τα βρουν σκούρα αυτά τα γουρούνια!» Γύρισε πάνω στο σκαμνί κινδυνεύοντας για μια στιγμή να πέσει κάτω και σήκωσε ψηλά το ποτήρι της μπίρας που κρατούσε. «Στην Πορφυρή Σκιά!» φώναξε δυνατά, και ο Λούθιεν είδε έκπληκτος καμιά δεκαριά ποτήρια να υψώνονται μέσα στην αίθουσα.