Выбрать главу

Ο κόμης αναστέναξε βλέποντας ότι σήμερα είχαν έλθει μόνο μια χούφτα νησιώτες στην αρένα. Είχε την ελπίδα ότι θα συγκεντρωνόταν κόσμος για να παρακολουθήσει τους αγώνες και να ζητωκραυγάζει. Αν είχε χρόνο θα προσπαθούσε να τους μαζέψει, τώρα όμως ήταν αδύνατο.

Στο μεταξύ, ο Όμπρεϊ φαινόταν ανυπόμονος. Ο υποκόμης είχε έλθει μόνο και μόνο για να σταματήσει τη γκρίνια της η συνοδός του, η ενοχλητική Αβονίζ.

«Κυκλωπιανοί;» παραπονέθηκε η Αβονίζ. «Αν ήθελα να δω Κυκλωπιανούς να μαλώνουν, θα πετούσα απλώς ένα κομμάτι ωμό κρέας ανάμεσά τους, στο πύργο Μόντφορτ!»

Ο Γκάχρις έκανε μια ανεπαίσθητη γκριμάτσα. Τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά.

«Σίγουρα θα έχεις να μας προσφέρεις κάτι καλύτερο από δυο Κυκλωπιανούς που κοπανάνε ο ένας τον άλλο, κόμη Μπέντγουιρ», είπε ο Όμπρεϊ, και το βλέμμα που έριξε στον Γκάχρις ήταν ταυτόχρονα ικετευτικό και απειλητικό. «Ο ξαδελφός μου, ο δούκας του Μόντφορτ, θα απογοητευτεί αν μάθει ότι το ταξίδι μου στο νησί σας δεν ήταν ευχάριστο».

«Αυτή είναι μόνο μια προκαταρκτική παράσταση», προσπάθησε να εξηγήσει ο Γκάχρις μέσα σε μια χορωδία από διαμαρτυρίες. Τελικά ο κόμης παράτησε την προσπάθεια να τους πείσει. Έκανε νόημα στον αρενάρχη κι αυτός βγήκε στην αρένα καβάλα στ’ άλογο και σταμάτησε τη μονομαχία, διατάζοντας τους δυο Κυκλωπιανούς να γυρίσουν στο τούνελ. Οι Κυκλωπιανοί έκαναν τη συνηθισμένη υπόκλιση προς το θεωρείο του κόμη πριν κατευθυνθούν προς την έξοδο της σήραγγας. Μέχρι να φτάσουν, είχαν αρχίσει πάλι να χτυπούν ο ένας τον άλλο.

Οι επόμενοι δύο μονομάχοι ήταν η κοκκινομάλλα Κατρίν και μια κοπέλα, επίσης, από την απέναντι πλευρά του νησιού, νεοφερμένη στην αρένα αλλά με γρήγορα ανακλαστικά που υπόσχονταν ότι θα έχει καλή εξέλιξη. Όμως, δεν πρόλαβαν να βγουν από τη σήραγγα και η Αβονίζ με την Ελένια άρχισαν πάλι να διαμαρτύρονται.

Ο Γκάχρις τα έβαλε με τον εαυτό του που δεν το είχε προβλέψει αυτό. Οι δυο γυναίκες ήταν αναντίρρητα όμορφες, γεμάτες ζωντάνια και υγεία. Όμως, οι στρατιωτικές στολές τους που ήταν σχεδιασμένες έτσι ώστε να τους επιτρέπουν ελευθερία κινήσεων, δεν ήταν και τόσο σεμνές, και αν έκρινε κανείς από την πεινασμένη έκφραση που είχαν πάρει τα πρόσωπα του Όμπρεϊ και του Γουίλμον, ήταν φανερό ότι κι οι δυο τους ανέχονταν πολύ καιρό τις δυο παραβαμμένες “κυρίες”.

«Απαράδεκτο!» φώναξε η Αβονίζ.

«Εγώ θέλω να δω ιδρωμένη αντρική σάρκα», γουργούρισε η Ελένια, ενώ με τα μακριά της νύχια γρατσούνιζε το μπράτσο του Γουίλμον, ματώνοντας τον.

Ο τελευταίος απαίτησε να προχωρήσουν στην επόμενη μονομαχία, ενώ ο Γκάχρις αναρωτιόταν αν φοβόταν την Ελένια ή του άρεσε η επίδραση που είχε “η ιδρωμένη αντρική σάρκα” πάνω στη συνοδό του.

«Είμαστε βιαστικοί», πρόσθεσε κοφτά ο Όμπρεϊ. «Θέλω να δω μια μονομαχία, μία μόνο μονομαχία ανάμεσα στους καλύτερους πολεμιστές που διαθέτει το νησί. Σίγουρα δεν είναι τόσο δύσκολο να το καταλάβει αυτό ο κόμης του Μπέντγουιντριν!»

Ο Γκάχρις άρχισε να τρέμει κυριολεκτικά και χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλη του τη θέληση για να μην καρυδώσει τον κοκαλιάρη Όμπρεϊ. Τελικά, έγνεψε καταφατικά πριν κάνει πάλι νόημα στον αρενάρχη να βγουν ο Λούθιεν και ο Γκαρθ Ρόγκαρ.

Ο Ίθαν, καθισμένος στις κλιμακωτές κερκίδες πίσω από το θεωρείο του κόμη, κοίταζε τον εξουθενωμένο πατέρα του και τους ενοχλητικούς καλεσμένους του με ξινισμένα μούτρα.

Οι δύο γυναίκες έβγαλαν ένα ταυτόχρονο γουργουρητό θαυμασμού όταν βγήκαν από το τούνελ ο Λούθιεν και ο Γκαρθ Ρόγκαρ περπατώντας δίπλα-δίπλα και φορώντας μόνο σαντάλια, σιδερόπλεχτα γάντια, ένα πανί γύρω από τη μέση και μια ειδική εξάρτηση με κολάρο και σταυρωτούς ιμάντες που προστάτευε τα ζωτικά μέλη τους.

«Υπάρχει πιο μεγαλόσωμος άνδρας πάνω στη γη;» φώναξε η Ελένια φανερά εντυπωσιασμένη από τον κατάξανθο βάρβαρο.

«Υπάρχει πιο όμορφος άνδρας πάνω στη γη;» απάντησε η Αβονίζ αγριοκοιτάζοντας τη φίλη της. Μετά παρατηρούσε καλύτερα τον Γκάχρις και ξαναστράφηκε απορημένη στον Λούθιεν.

«Ο γιος μου», εξήγησε περήφανα ο κόμης. «Ο Λούθιεν Μπέντγουιρ. Και ο γίγαντας είναι ένας Χιούγκοθ, που έφτασε στις ακτές μας μετά από κάποιο ναυάγιο όταν ήταν ακόμη έφηβος. Εξαιρετικός πολεμιστής. Δεν θα απογοητευθείς, υποκόμη».

Ήταν φανερό ότι η Αβονίζ και η Ελένια συμφωνούσαν απόλυτα μαζί του. Συνέχισαν να κοιτάζουν επίμονα τους δυο άνδρες και να πετάνε σχόλια η μία στην άλλη υπερασπίζοντας η καθεμία τη δική της επιλογή.