«Και μας το είπε, ανήκαν σε έναν φημισμένο κλέφτη», μουρμούρισε ο Όλιβερ, ενθυμούμενος τι είχε πει ο Μπριντ’Αμούρ καθώς έδινε στον Λούθιεν τον μανδύα και το τόξο.
«Για τι πράγμα μιλάνε;» ρώτησε ο Λούθιεν. Το μυαλό του ήταν τόσο θολωμένο που δεν μπορούσε να καταλάβει.
«Μιλάνε για σένα, ανόητε κλέφτη», απάντησε ο Όλιβερ. Στράγγισε την μπίρα του και πήδησε από το σκαμνί. «Πάμε, πρέπει να σε βάλω για ύπνο».
Ο Λούθιεν κοίταζε άναυδος τους δυο κακοποιούς χωρίς να έχει καταλάβει ακόμη τελείως για τι πράγμα μιλούσαν, και αυτοί και ο Όλιβερ.
Σκεφτόταν τη σκλάβα σε όλο τον δρόμο μέχρι το σπίτι τους και για πολλή ώρα ακόμη, αφού έπεσε στο κρεβάτι.
Ο δεύτερος κακοποιός, αυτός που αμφισβητούσε την ύπαρξη της Πορφυρής Σκιάς στη συζήτηση, κοίταζε με μεγάλο ενδιαφέρον τον Όλιβερ και τον Λούθιεν καθώς έφευγαν από το Ντουέλφ. Έφυγε κι αυτός από την ταβέρνα μετά από λίγο ακολουθώντας μια μπερδεμένη διαδρομή στους δρόμους της πόλης για να φτάσει τελικά σε μια μυστική πύλη στο τείχος της άνω πόλης.
Οι Κυκλωπιανοί φρουροί τον αναγνώρισαν αλλά ήταν φανερό ότι δεν τον συμπαθούσαν καθόλου γι’ αυτό τον κοίταξαν καχύποπτα μόλις τους πλησίασε. Ο κακοποιός τους έδειξε την περγαμηνή με τη σφραγίδα των εμπόρων και συνέχισε τον δρόμο του.
Είχε πολλά να αναφέρει.
16
Οι κίνδυνοι της φήμης
«Θα ’πρεπε να σκέφτεσαι τη δουλειά που μας περιμένει», είπε ο Όλιβερ με ενοχλημένο τόνο, καθώς αυτός και ο Λούθιεν προχωρούσαν αθέατοι στους σκοτεινούς δρόμους με κατεύθυνση το εσωτερικό τοίχος, το οποίο περιέκλειε την άνω πόλη του Μόντφορτ.
«Εγώ λέω ότι δεν θα ’πρεπε να πάμε πουθενά», απάντησε ο νέος. «Τα χρήματα που έχουμε είναι παραπάνω από αρκετά…»
Ο Όλιβερ έκανε μεταβολή μπροστά στον Λούθιεν και τον σταμάτησε με μια βλοσυρή ματιά, ενώ ταυτόχρονα κουνούσε επικριτικά το δάχτυλό του μπροστά στη μύτη του φίλου του. «Ποτέ», είπε αργά και κατηγορηματικά, «ποτέ, μα ποτέ, μην ξαναπείς τέτοια ανοησία».
Ο Λούθιεν έκανε μια γκριμάτσα αηδίας αγνοώντας τον χάφλινγκ, αλλά όταν πήγε να ξεκινήσει πάλι, ο Όλιβερ τον άρπαξε και τον σταμάτησε.
«Ποτέ», του επανέλαβε.
«Πότε θα πεις ότι σου αρκούν αυτά που έχεις;» ρώτησε ο Λούθιεν.
«Ποτέ!» ξαναείπε περιφρονητικά ο χάφλινγκ. «Θα κλέβω από τους εμπόρους μέχρι να γίνουν άποροι και θα δίνω τα πλούτη τους στους φτωχούς. Και μετά θα πηγαίνω στους φτωχούς που δεν θα είναι πια φτωχοί, θα κλέβω πάλι τα πλούτη τους και θα τα δίνω πίσω στους εμπόρους!»
«Τι νόημα έχει τότε;» ρώτησε ο Λούθιεν.
«Αν ήσουν πραγματικά κλέφτης, δεν θα ρωτούσες κάτι τέτοιο», είπε ο Όλιβερ κάνοντας μια στράκα με τα δάχτυλά του μπροστά στο πρόσωπο του Λούθιεν, μια χειρονομία που είχε γίνει πολύ συχνή τις τελευταίες μέρες.
«Ευχαριστώ», απάντησε αμέσως ο Λούθιεν και, προσπερνώντας τον, συνέχισε να περπατά.
Ο χάφλινγκ έμεινε στον έρημο δρόμο για μερικές στιγμές κουνώντας το κεφάλι του. Ο Λούθιεν δεν ήταν πια ο ίδιος μετά από κείνη τη μέρα, την περασμένη βδομάδα, όταν είδε την όμορφη σκλάβα στην αγορά. Είχε χαρεί όταν ο Όλιβερ πέταξε τα παλτά που υποτίθεται ότι δεν του άρεσαν —και τα παιδιά του Τάινι Άλκοουβ έπεσαν πάνω τους σαν αγέλη πεινασμένων λύκων— αλλά γενικά έδειχνε κακόκεφος ή και απελπισμένος ακόμη. Έτρωγε λίγο, μιλούσε ακόμη λιγότερο και έβρισκε πάντα κάποια δικαιολογία για να μην πάνε στην άνω πόλη κάθε φορά που ο Όλιβερ πρότεινε να κάνουν επιδρομή.
Αυτήν τη φορά όμως ο Όλιβερ επέμεινε, και τον είχε βγάλει σχεδόν σέρνοντας από το σπίτι. Ο χάφλινγκ καταλάβαινε την αιτία της αναστάτωσης του περήφανου νεαρού Μπέντγουιρ. Ήταν αλήθεια ότι η φήμη της Πορφυρής Σκιάς μεγάλωνε συνεχώς και πρόσθετε ένα επιπλέον στοιχείο κινδύνου στις διαρρηκτικές επιδρομές τους. Οι φήμες που κυκλοφορούσαν στους φτωχικούς δρόμους γύρω από την Τάινι Άλκοουβ έλεγαν ότι πολλοί από τους κλέφτες του Μόντφορτ είχαν περιορίσει για λίγο τις δραστηριότητές τους, τουλάχιστον μέχρι να υποχωρήσει ο πανικός των εμπόρων για αυτή την Πορφυρή Σκιά.
Ο Όλιβερ όμως ήξερε ότι εκείνο που είχε παραλύσει τον Λούθιεν δεν ήταν ούτε η σύγχυση ούτε ο φόβος. Ο φίλος του ήταν ερωτευμένος, αυτό φαινόταν ολοφάνερα στο αγέλαστο πρόσωπό του. Ο Όλιβερ δεν ήταν άκαρδος, θεωρούσε μάλιστα τον εαυτό του ρομαντικό, αλλά η δουλειά είναι δουλειά. Πλησίασε λοιπόν τρέχοντας τον Λούθιεν.