Выбрать главу

«Αν κοίταζα μέσα στο μυαλό σου, θα έβλεπα την εικόνας μιας μισοξωτικής σκλάβας», είπε, «με μαλλιά στο χρώμα του σταριού και καταπράσινα μάτια».

«Δεν είσαι αρκετά ψηλός για να κοιτάξεις μέσα στο μυαλό μου», απάντησε ψυχρά ο Λούθιεν.

«Είμαι όμως έξυπνος, οπότε δεν χρειάζεται καν να κοιτάξω», απάντησε ο Όλιβερ. Ο χάφλινγκ κατάλαβε ότι το επίπεδο της συζήτησης είχε πέσει σοβαρά, κάτι που δεν ήθελε να συμβεί τη στιγμή που σε λίγο μπορεί να κινδύνευαν, έτσι πήδησε πάλι μπροστά στον ανυπόμονο Λούθιεν αναγκάζοντάς τον να σταματήσει.

«Δεν είμαι αδιάφορος στα ζητήματα της καρδιάς», του είπε. «Καταλαβαίνω τον πόνο σου».

Η άμυνα του Λούθιεν παρέλυσε. «Τον πόνο μου!» ψιθύρισε, και σκεφτόταν ότι αυτές οι λέξεις περιέγραφαν τέλεια την κατάστασή του. Ο Λούθιεν δεν είχε ξανανιώσει ποτέ του ερωτευμένος — ή τουλάχιστον σε αυτό τον βαθμό. Δεν μπορούσε να φάει, δεν μπορούσε να κοιμηθεί, και το μυαλό του ήταν απασχολημένο, όπως είχε πει και ο Όλιβερ, με την εικόνα της μισοξωτικής γυναίκας. Και ήταν μια τόσο έντονη εικόνα. Ο Λούθιεν ένιωθε σαν να είχε κοιτάξει μέσα στην ψυχή της και να είχε βρει το τέλειο συμπλήρωμα της δικής του. Γενικά, όντας πρακτικός τύπος, ήξερε ότι όλα αυτά είναι τελείως παράλογα. Αλλά επειδή ακριβώς ήταν παράλογα, τον έκαναν να πονάει ακόμη πιο πολύ.

«Πόσο όμορφο είναι το αγριολούλουδο που σε κρυφοκοιτάζει κάτω από τις σκιές των δέντρων, μακριά στο χωράφι!» είπε σιγανά ο Όλιβερ. «Αλλά και απρόσιτο. Σου φαίνεται πιο όμορφο από όλα τα λουλούδια που μπόρεσες ποτέ ν’ αγγίξεις».

«Και τι γίνεται αν πλησιάσεις και πάρεις αυτό το αγριολούλουδο στο χέρι σου;» ρώτησε ο Λούθιεν.

Ο Όλιβερ σήκωσε τους ώμους. «Προσωπικά, είμαι ένας ευγενής χάφλινγκ, και γι’ αυτό δεν θα έκανα ποτέ κάτι τέτοιο», απάντησε. «Θα προτιμούσα να απολαμβάνω από μακριά τη θέα μιας τέτοιας ομορφιάς και να κρατήσω για πάντα το ιδανικό στην καρδιά μου».

«Δειλέ!» είπε κοφτά ο Λούθιεν και, για πρώτη φορά, ίσως, από τη στιγμή που είχε δει τα παιδιά να μαζεύονται για να αρπάξουν τα πεταμένα παλτά του Όλιβερ, το χαμόγελό του ήταν γνήσιο.

«Δειλέ;» επανέλαβε ο Όλιβερ, προσποιούμενος ότι πληγώθηκε βαθιά στο στήθος του. «Εγώ, ο Όλιβερ ντε Μπάροους, που σε λίγο θα περάσω εκείνο το τείχος και θα μπω στο πιο επικίνδυνο τμήμα του Μόντφορτ για να αρπάξω ό,τι θέλω;»

Ήταν μια όχι και τόσο συγκαλυμμένη υπενθύμιση ότι έχουν και άλλα πράγματα να κάνουν απόψε, πέρα από το να συζητούν για την κλεμμένη καρδιά του Λούθιεν. Ο νεαρός έγνεψε αποφασιστικά στον φίλο του και συνέχισαν τον δρόμο τους.

Μια ώρα αργότερα οι δυο φίλοι κατάφεραν να βρουν ένα κενό στις συνεχείς περιπολίες των Κυκλωπιανών φρουρών. Αναρριχήθηκαν στο τείχος και ανέβηκαν σε μια στέγη στην νότια πλευρά της άνω πόλης, κάτω από τις σκιές των πανύψηλων γκρεμών. Δεν είχαν προλάβει καλά καλά να σκαρφαλώσουν, όταν εμφανίστηκε μία ακόμη περίπολος. Ο Όλιβερ χώθηκε κάτω από τον πορφυρό μανδύα και ο Λούθιεν φόρεσε στο κεφάλι του την κουκούλα, κατεβάζοντάς την ως χαμηλά στα μάτια.

«Τι ωραίος μανδύας», παρατήρησε ο Όλιβερ όταν απομακρύνθηκαν οι Κυκλωπιανοί χωρίς να αντιληφθούν τους δυο συντρόφους.

Ο Λούθιεν κοίταξε γύρω του ανήσυχος. «Θα ’πρεπε να περιμένουμε», ψιθύρισε κατάπληκτος από τον αριθμό των φρουρών.

«Θα ’πρεπε να νιώθουμε κολακευμένοι», τον διόρθωσε ο Όλιβερ. «Οι έμποροι μας δείχνουν πραγματικό σεβασμό — ή δείχνουν στην Πορφυρή Σκιά. Δεν μπορούμε να φύγουμε τώρα και να τους απογοητεύσουμε».

Ο μικρόσωμος άνδρας άρχισε να προχωρεί αθόρυβα πάνω στη στέγη. Ο Λούθιεν τον κοίταζε σκεφτόμενος ότι ο παρορμητικός φίλος του φερόταν λες και όλη αυτή η υπόθεση είναι ένα παιχνίδι.

Ο Όλιβερ, αφού εκτόξευσε την αρπάγη σε μια άλλη στέγη, από την απέναντι πλευρά ενός στενού δρόμου, έδεσε την άκρη του σχοινιού από τη δική τους πλευρά με συρτοθηλιά. Περιμένοντας να τον φτάσει ο Λούθιεν, κοίταξε τριγύρω για να βεβαιωθεί ότι δεν υπάρχουν άλλοι Κυκλωπιανοί στην περιοχή. Κατόπιν, πέρασε στην άλλη στέγη. Μόλις ο Λούθιεν έκανε το ίδιο, μετά από κάποια προσπάθεια κατάφερε να ελευθερώσει το σχοινί από τη στέγη που είχαν αφήσει πίσω τους.

«Υπάρχουν βέλη που καρφώνονται στην πέτρα», είπε ο Όλιβερ καθώς περνούσαν με τον ίδιο τρόπο σε ένα ακόμη δρομάκι. «Πρέπει να σου βρούμε μερικά γι’ αυτό το τόξο σου».

«Έχεις καμιά ιδέα πού πάμε;» ρώτησε ο Λούθιεν.

Ο Όλιβερ του έδειξε βόρεια, προς το μέρος μιας ομάδας από σπίτια με γυρτές στέγες. Ο νέος, αφού κοίταξε τον Όλιβερ, έριξε το βλέμμα του στα σπίτια και αμέσως μετά πάλι στον φίλο του. Στις προηγούμενες επιδρομές τους χτυπούσαν πάντα το νότιο τμήμα. Τα σπίτια είχαν επίπεδες οροφές, ενώ το σκοτάδι που δημιουργούσαν οι σκιές των γκρεμών οι οποίοι κρέμονταν από πάνω, δημιουργούσε τις ιδανικές συνθήκες για διάρρηξη. Καταλάβαινε όμως το σκεπτικό του φίλου του. Με τόσους πολλούς Κυκλωπιανούς στην περιοχή, σίγουρα δεν θα φρουρούνταν τόσο καλά τα πιο απρόσιτα σπίτια.