Παρ’ όλα αυτά, ο Λούθιεν δεν κατάφερνε να διώξει από μέσα του κάποια επίμονη αίσθηση κινδύνου. Αυτά τα πιο απρόσιτα σπίτια ανήκαν στους πλουσιότερους εμπόρους, μερικοί από τους οποίους μάλιστα είχαν μακρινή συγγενική σχέση με τον δούκα Μόρκνεϊ. Ο Λούθιεν σκέφτηκε ότι ο Όλιβερ μάλλον ξέρει τι κάνει, έτσι τον ακολούθησε χωρίς να πει τίποτα, ακόμη και όταν ο θρασύς σύντροφός του του έκανε νόημα για να κατεβούν από τις στέγες στο έδαφος.
Οι δρόμοι ήταν λιθόστρωτοι με αρκετό πλάτος, από πάνω όμως, στο ύψος του δευτέρου ορόφου, οι αποστάσεις ανάμεσα στα σπίτια ήταν πολύ πιο μικρές. Οι προσόψεις των κτιρίων δεν ήταν επίπεδες αλλά καμπυλωτές και διακοσμημένες με προεξέχοντα τμήματα και πολλές εσοχές. Στους δρόμους τριγύριζαν νεαροί, καθώς και μερικοί Κυκλωπιανοί φρουροί πού και πού, αλλά με τον μανδύα του Λούθιεν και τις πολλές εσοχές που υπήρχαν παντού, οι δυο σύντροφοι δεν δυσκολεύτηκαν να περάσουν απαρατήρητοι.
Ο Όλιβερ σταμάτησε όταν έφτασαν σε μια διασταύρωση — η ταμπέλα στον κάθετο δρόμο έγραφε ότι λέγεται “Λεωφόρος Βιοτεχνών”. Ο Όλιβερ έκανε νόημα στον Λούθιεν, νεύοντάς του να κατευθύνει το βλέμμα του προς το μέρος μιας ομάδας Κυκλωπιανών ένα τετράγωνο πιο κάτω από τη διασταύρωση, οι οποίοι τριγύριζαν εδώ κι εκεί χωρίς να βιάζονται.
«Σκέφτομαι ότι απόψε δεν θα χτυπήσουμε από στέγη», ψιθύρισε ο Όλιβερ χαμογελώντας και τρίβοντας τα χέρια του.
Ο Λούθιεν κατάλαβε και τον κοίταξε διστακτικά. Ένας από τους πρώτους κανόνες που του είχε μάθει ο Όλιβερ σχετικά με τις διαρρήξεις στο Μόντφορτ ήταν ότι είναι προτιμότερο να μην πειράζεις τα πιο πλούσια μαγαζιά της άνω πόλης. Οι ιδιοκτήτες προσελάμβαναν συχνά μάγους, που προστάτευαν τα μαγαζιά αυτά με ειδικά ξόρκια. Η φανερή αδιαφορία των Κυκλωπιανών που έκαναν περιπολία δημιουργούσε κάποιες ελπίδες, αλλά ο Λούθιεν εξακολουθούσε να νιώθει εκείνη την επίμονη αίσθηση του κινδύνου.
Ο Όλιβερ τον έπιασε από το χέρι και μπήκε στη λεωφόρο. Ο Λούθιεν τον ακολούθησε δείχνοντας, όπως πάντα, εμπιστοσύνη στην κρίση του πιο πεπειραμένου συντρόφου του. Λίγο αργότερα στάθηκαν στη σκιά μιας εσοχής ανάμεσα σε δυο μαγαζιά, με τον Όλιβερ να θαυμάζει τα εμπορεύματα τα οποία επιδεικνύοταν στις πλαϊνές προθήκες, που υπήρχαν δίπλα στις μεγάλες μπροστινές βιτρίνες δεξιά κι αριστερά τους.
«Εδώ είναι τα πιο πολύτιμα αντικείμενα», είπε ο Όλιβερ μιλώντας περισσότερο στον εαυτό του παρά στον Λούθιεν, ενώ τα μάτια καρφώνονταν στις θαυμάσιες πορσελάνες και τα κρυστάλλινα ποτήρια της βιτρίνας. «Αυτά όμως…» συνέχισε στρεφόμενος να κοιτάξει την άλλη βιτρίνα, όπου υπήρχαν πολλά αγαλματίδια από κασσίτερο, «αυτά θα είναι πιο εύκολο να τα πουλήσουμε.
»Επιπλέον, μου αρέσει πολύ αυτό το αγαλματάκι του πολεμιστή χάφλινγκ», πρόσθεσε. Ήταν φανερό ότι ο Όλιβερ είχε κάνει την επιλογή του. Αφού κοίταξε τριγύρω για να βεβαιωθεί ότι δεν υπήρχαν Κυκλωπιανοί εκεί κοντά, έβαλε το χέρι κάτω από τον γκρίζο μανδύα του κι έβγαλε τον υαλοκόπτη από μια θήκη της εξάρτησης.
Ο Λούθιεν κοίταξε το αγαλματάκι που είχε τραβήξει την προσοχή του Όλιβερ. Ήταν μια εξαιρετική αναπαράσταση ενός πολεμιστή χάφλινγκ σε πιούτερ, κράμα μολύβδου και κασσίτερου. Ο πολεμιστής στεκόταν περήφανα με τον μανδύα να ανεμίζει πίσω του και το ξίφος να ακουμπά με τη μύτη στο έδαφος ανάμεσα στα τριχωτά του πόδια. Εξαιρετική δουλειά πραγματικά, αλλά ο Λούθιεν είδε αμέσως ότι ωχριούσε σε σύγκριση με τα μεγαλύτερα, διαμαντοστόλιστα αγάλματα που βρίσκονταν στη βιτρίνα δίπλα του.
Άρπαξε το χέρι του Όλιβερ τη στιγμή που εκείνος ακουμπούσε τον υαλοκόπτη πάνω στο τζάμι της βιτρίνας.
«Ποιος το έβαλε αυτό εκεί;» τον ρώτησε.
Ο Όλιβερ τον κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει.
»Το αγαλματάκι», εξήγησε ο Λούθιεν. «Ποιος το έβαλε σε τόσο περίοπτη θέση;»
Ο Όλιβερ συνέχισε να τον κοιτάζει με αμφιβολία, μετά γύρισε και έριξε μια ματιά στο γλυπτό. «Ο ιδιοκτήτης» είπε, προσπαθώντας να καταλάβει γιατί ο φίλος του δεν έβλεπε και μόνος του την προφανή απάντηση.
«Γιατί;»
«Τι θα πει γιατί; Τι ερώτηση είναι αυτή;» είπε ο Όλιβερ.
«Μήπως είναι δόλωμα για έναν κλέφτη χάφλινγκ;» ρώτησε ο Λούθιεν.
Ο Όλιβερ τον κοίταξε πάλι με αμφιβολία.
»Πρέπει να μάθεις να τα μυρίζεσαι αυτά τα πράγματα», είπε ο Λούθιεν χαμογελώντας και μιμούμενος τέλεια την προφορά του Όλιβερ.
Ο Όλιβερ κοίταξε πάλι το αγαλματάκι και, για πρώτη φορά, πρόσεξε πόσο αταίριαστο ήταν σε σχέση με τα άλλα αντικείμενα της βιτρίνας. Γύρισε σκυθρωπός κάνοντας ένα καταφατικό νεύμα στον Λούθιεν. «Πρέπει να φύγουμε».