Выбрать главу

Δεν πρόλαβε όμως.

Ένας κτηνάνθρωπος όρμησε ξάφνου από την κορυφή της στέγης μισοτρέχοντας και μισογλιστρώντας πάνω στην πλαγιαστή επιφάνεια και ανεμίζοντας άγρια το ξίφος του. Ο Όλιβερ άφησε κάτω τον σάκο με τα λάφυρα, τράβηξε το ξίφος και το μεν-γκος και έσκυψε σε αμυντική στάση. Όταν τον έφτασε ο Κυκλωπιανός έχοντας, όπως είναι φυσικό, το ξίφος απλωμένο μπροστά του, ο Όλιβερ παραμέρισε και του γάντζωσε τη λεπίδα με το κυρτό μαχαίρι του.

Τράβηξε με δύναμη μα ο κουτός Κυκλωπιανός, μη θέλοντας να χάσει το όπλο του, συνέχισε να το κρατά πεισματικά, η ορμή του όμως, σε συνδυασμό με το τράβηγμα του Όλιβερ, του είχαν δώσει τόση φόρα ώστε εκτοξεύτηκε στο κενό πέφτοντας από τη σκεπή, αφού προηγουμένως άρπαξε και μια κλοτσιά στον πισινό από τον Όλιβερ, καθώς περνούσε από μπροστά του. Η στέγη είχε γύρω στα οχτώ μέτρα ύψος και ο Κυκλωπιανός φώναζε σ’ όλη τη διάρκεια της πτώσης, αλλά σταμάτησε απότομα όταν βρόντηξε με τα μούτρα στο λιθόστρωτο. Το χέρι του βρισκόταν από κάτω του κατά την πτώση, γι’ αυτό το ξίφος του διαπέρασε το στήθος του και ξεπρόβαλε από την πλάτη του.

«Μη φοβάσαι, ηλίθιε μονόφθαλμε», είπε ο Όλιβερ. Ήξερε ότι έπρεπε να κάνει ησυχία, αλλά δεν μπορούσε να αντισταθεί στον πειρασμό. «Ακόμη και το στιλέτο μου δεν θα μπορούσε να σου πάρει τώρα το σπαθί!»

Αμέσως γύρισε και είδε τρεις ακόμη Κυκλωπιανούς να κατεβαίνουν προς το μέρος του από την κορυφή της στέγης. Αποφασίζοντας να πολεμήσει τουλάχιστον με στιλ, ο ηρωικός χάφλινγκ έβγαλε το μεγάλο καπέλο του από μία μαγική θήκη του “διαρρήκτη”, το χτύπησε στον μηρό του για να το ισιώσει και το φόρεσε.

Ο Κυκλωπιανός που καθόταν στο αυλάκι της υδρορροής πετάχτηκε όταν άκουσε τον ήχο, αλλά εκείνη τη στιγμή τραντάχτηκε ξαφνικά καθώς καρφώθηκε στην πλάτη του το βέλος του Λούθιεν, ο οποίος πήγε να πεταχτεί πάνω για να βοηθήσει τον Όλιβερ, αλλά γρήγορα έπεσε πάλι μπρούμυτα καθώς άκουσε κάμποσα χαρακτηριστικά “κλικ” από βαλλίστρες, που προέρχονταν από την κορυφή της απότομης στέγης στα αριστερά του.

Έριχναν στα τυφλά αφού δεν μπορούσαν να δουν πίσω από το καμουφλάζ του πορφυρού μανδύα, αν και είχαν μια γενική ιδέα για το πού μπορεί να βρίσκεται ο αντίπαλός τους. Ο Λούθιεν κόντεψε να κατουρηθεί πάνω του καθώς τρία βέλη καρφώθηκαν στο ξύλο κοντά του, το ένα μερικά μόνο εκατοστά από το πρόσωπό του.

Μπορεί να μην τον διέκριναν οι τοξότες χάρη στον μανδύα, εκείνος όμως έβλεπε καθαρά τις μαύρες σιλουέτες τους με φόντο τον συννεφιασμένο, γκρίζο ουρανό. Κατάλαβε ότι το πτυσσόμενο τόξο πρέπει να ήταν μαγικό (ή, αλλιώς, φάνηκε απίστευτα τυχερός), γιατί η επόμενη βολή του ήταν τέλεια, αν και εκτόξευσε το βέλος γυρισμένος στο πλάι σε μια εντελώς άβολη στάση.

Ο ένας από τους Κυκλωπιανούς πετάχτηκε πάνω γέρνοντας το κεφάλι του προς τα πίσω, και ο Λούθιεν είδε τη λεπτή, μαύρη σκιά του βέλους του να προεξέχει από το μέτωπο του μονόφθαλμου. Ο κτηνάνθρωπος έπιασε το βέλος με τα χέρια και μετά σωριάστηκε νεκρός γλιστρώντας μέχρι τα μισά του κατηφορικού κλίτους της στέγης.

Οι άλλοι δύο Κυκλωπιανοί εξαφανίστηκαν πίσω από την κορυφή της σκεπής.

Στο μεταξύ, το ξίφος του Όλιβερ τινασσόταν αριστερά και μετά δεξιά, ενώ το μεν-γκος χτυπούσε στο πλάι μπλοκάροντας μια επίθεση και το ξίφος απέκρουε μια άλλη. Ο Όλιβερ έσκυψε ξαφνικά ενώ το ξίφος ενός Κυκλωπιανού περνούσε πάνω από το κεφάλι του.

Αμέσως μετά κατάφερε να καρφώσει με το ξίφος του έναν από τους Κυκλωπιανούς στο πόδι, λίγο πάνω από το γόνατο. Ο μονόφθαλμος ούρλιαξε από τον πόνο.

«Χα, χα!» φώναξε ο Όλιβερ λες και η ευστοχία του ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, αν και στην πραγματικότητα είχε μείνει κατάπληκτος που είχε καταφέρει να πετύχει οτιδήποτε μέσα σε αυτήν τη φρενίτιδα. Σήκωσε το ξίφος όρθιο αγγίζοντας τον γύρο του καπέλου του σε έναν νικητήριο χαιρετισμό, αλλά βρέθηκε να οπισθοχωρεί πάλι ξιφομαχώντας, σκύβοντας και βγάζοντας πού και πού μικρά γρυλίσματα απελπισίας, καθώς ο τραυματισμένος Κυκλωπιανός αντιδρούσε με μια καταιγιστική επίθεση.

Ο Όλιβερ αισθάνθηκε τις φτέρνες του να βρίσκονται στο κενό. Το ξίφος και το μεν-γκος ξεχύθηκαν σε μια μανιασμένη αντεπίθεση που αναχαίτισε τους Κυκλωπιανούς για μερικές στιγμές, ώσπου να προλάβει να οπισθοχωρήσει κατά μήκος της στέγης. Τώρα πατούσε πάλι σε στερεή επιφάνεια, αλλά οι κτηνάνθρωποι τον ακολουθούσαν πιέζοντας συνεχώς, πράγμα που οδήγησε γρήγορα τον Όλιβερ στο συμπέρασμα ότι δεν είναι καθόλου έξυπνο να ξιφομαχείς με τρεις αντιπάλους έχοντας πίσω σου το κενό.

Οι δυο Κυκλωπιανοί τοξότες πέρασαν νέα βέλη στις βαλλίστρες ξεπροβάλλοντας πάλι τα κεφάλια τους από την κορυφή της στέγης. Κοίταξαν γύρω τους βλαστημώντας τον πονηρό κλέφτη και τον μανδύα του και έριξαν προς το σημείο όπου υποψιάζονταν ότι μπορεί να βρίσκεται.