Выбрать главу

Ο Λούθιεν, που είχε κάνει τον γύρο της στέγης, κοίταξε τις πλάτες των υπόλοιπων αντιπάλων του πάνω από τον νεκρό Κυκλωπιανό. Σήκωσε το τόξο, εκτόξευσε το βέλος και άκουσε αμέσως το βογγητό του Κυκλωπιανού που το είχε δεχτεί στην πλάτη. Ο άλλος μονόφθαλμος στράφηκε απορημένος προς τον σύντροφό του για μια στιγμή και μετά κοίταξε έντρομος γύρω του. Καταλαβαίνοντας ότι το βέλος είχε έλθει από πίσω, αφού ανέβηκε πανικόβλητος τα τελευταία μέτρα της στέγης, πήγε να κρυφτεί από την άλλη μεριά, αλλά δέχτηκε το επόμενο βέλος του Λούθιεν στην κοιλιά.

Ο Κυκλωπιανός εξαφανίστηκε βογγώντας από την πίσω πλευρά της σκεπής.

Ο Λούθιεν ετοίμασε το επόμενο βέλος, σταμάτησε όμως έκπληκτος, γιατί ο κτηνάνθρωπος που είχε δεχτεί τη βολή στην πλάτη άρχισε να κατεβαίνει παραπατώντας το κλίτος της στέγης, ερχόμενος προς το μέρος του. Η ταχύτητα και η ορμή του μεγάλωνε σε κάθε βήμα, και ο Λούθιεν κατάλαβε ότι ο Κυκλωπιανός έτρεχε χωρίς να ξέρει τι κάνει, τυφλωμένος από πόνο και μανία. Έπεσε πολύ πριν τον πλησιάσει και σύρθηκε μπρούμυτα πάνω στα ξύλινα κεραμίδια.

Εκείνο που έσωσε τον Όλιβερ ήταν το γεγονός ότι οι τρεις Κυκλωπιανοί με τους οποίους ξιφομαχούσε δεν είχαν μάθει ποτέ να πολεμούν συντονισμένα. Τα αργά χτυπήματά τους δεν αλληλοσυμπληρώνονταν, γι’ αυτό ο Όλιβερ είχε περισσότερο την αίσθηση ότι ξιφομαχεί με έναν γρήγορο αντίπαλο με μακριά χέρια παρά με τρεις.

Παρ’ όλα αυτά η θέση του ήταν δύσκολη, και αν είχε ένα προσωρινό πλεονέκτημα, αυτό οφειλόταν μόνο στην αδεξιότητα των Κυκλωπιανών και όχι στη δική του ικανότητα. Ένας από τους μονόφθαλμους όρμησε μπροστά, αλλά τον εμπόδισε ο διπλανός του, που ορμούσε κι αυτός την ίδια στιγμή. Οι δυο κτηνάνθρωποι μπερδεύτηκαν μεταξύ τους, ώσπου ο ένας έπεσε κωλοκαθιστά πάνω στη στέγη. Ο τρίτος ορμούσε κι αυτός με έναν πρόσθιο ξιφισμό, αλλά του τράβηξαν την προσοχή οι σύντροφοί του και γύρισε για να τους κοιτάξει.

Με μια αστραπιαία κίνηση με το μεν-γκος ο Όλιβερ του πέταξε το ξίφος από το χέρι.

«Τι θα κάνεις τώρα;» τον πείραξε. Ο Κυκλωπιανός κοίταξε άναυδος το άδειο του χέρι σαν να τον είχε προδώσει.

Μετά γρύλισε θυμωμένα και εξαπέλυσε μια γροθιά. Ο Όλιβερ, αιφνιδιασμένος, μόλις που πρόλαβε να σκύψει. Είχε υποχρεωθεί να λυγίσει τη μέση του προς τα πίσω, οπότε άρχισε μετά να κουνάει αλαφιασμένα τα χέρια για να ξαναβρεί την ισορροπία του. Καταφέρνοντας να ισορροπήσει πάλι, χτύπησε διαγώνια με το μεν-γκος αναγκάζοντας τον Κυκλωπιανό που ερχόταν κατά πάνω του να σταματήσει την τελευταία στιγμή.

«Ήταν ανάγκη να ρωτήσω;» είπε ο Όλιβερ στον εαυτό του.

Το λάθος του είχε δώσει το πλεονέκτημα πάλι στους μονόφθαλμους, που έστεκαν τώρα και οι τρεις μπροστά του όρθιοι και ξεμπερδεμένοι. Εκείνος που είχε χάσει το ξίφος του χαμογέλασε άγρια βγάζοντας ένα μακρύ, καμπυλωτό μαχαίρι.

Ο Όλιβερ άρχισε πάλι να υποχωρεί. «Δεν πάμε καθόλου καλά», παραδέχτηκε με έναν βαθύ στεναγμό.

Ο ένας από τους Κυκλωπιανούς όρμησε πάλι, αλλά ο Όλιβερ απέκρουσε την επίθεση με το ξίφος του. Αμέσως μετά, όμως, ο Όλιβερ είδε έκπληκτος τον κτηνάνθρωπο να συνεχίζει άτσαλα την πορεία του προς τα εμπρός και να πέφτει από τη στέγη. Καθώς περνούσε μπροστά του, ο Όλιβερ διέκρινε ένα βέλος καρφωμένο στην πλάτη του. Κοίταξε πίσω από τους Κυκλωπιανούς και είδε τον Λούθιεν να περνά τρέχοντας την κορυφή της στέγης με το τόξο στο χέρι κι ετοιμάζοντας άλλο ένα βέλος.

«Τον αγαπάω αυτό τον άνθρωπο», είπε αναστενάζοντας ο Όλιβερ.

Στο μεταξύ, ένας από τους Κυκλωπιανούς έτρεξε να σταματήσει τον Λούθιεν πριν προλάβει να ρίξει κι άλλο βέλος.

Ο Λούθιεν σήκωσε τους ώμους και χαμογέλασε φιλικά, αφήνοντας το τόξο πάνω στη στέγη και βγάζοντας το ξίφος του. Ο Κυκλωπιανός πλησίασε από ένα σημείο της στέγης λίγο πιο χαμηλά από τον Λούθιεν, ο οποίος ύψωσε το ξίφος του και το κατέβασε διαγώνια πάνω στο σπαθί του αντιπάλου του.

Στη συνέχεια ο Λούθιεν γύρισε πάλι το ξίφος του προς τα πάνω, έτσι που η αιχμή του κινήθηκε προς τα εμπρός και τραυμάτισε τον Κυκλωπιανό στο μάγουλο. Ο μονόφθαλμος ανέβασε κι αυτός το δικό του ξίφος σημαδεύοντας πεισματικά το στήθος του αντιπάλου του.

Πιο γρήγορος όμως ο Λούθιεν κατέβασε πάλι το ξίφος του κι απέκρουσε την επίθεση του μονόφθαλμου, αυτήν τη φορά διαγράφοντας μια κυκλική τροχιά κάτω από το χέρι του αντιπάλου του και απωθώντας του το σπαθί στο πλάι. Ταυτόχρονα γύρισε τον καρπό του και ίσιωσε ξαφνικά τον αγκώνα, τινάζοντας το ξίφος του μπροστά και καρφώνοντας τον αντίπαλό του στο στήθος.

Ο Κυκλωπιανός έκανε μια γκριμάτσα καθώς οπισθοχωρούσε. Το ξίφος του Λούθιεν βγήκε από το στήθος του. Ο κτηνάνθρωπος κοίταξε το τραύμα, κατάφερε να σηκώσει το χέρι του και να αισθανθεί το ζεστό αίμα, αλλά μετά σωριάστηκε μπρούμυτα στη στέγη.