Выбрать главу

Ο μονόφθαλμος που συνέχιζε να μονομαχεί με τον Όλιβερ έχοντας μόνο εκείνο το καμπυλωτό μαχαίρι, χτυπούσε λυσσασμένα για να μην αφήσει στον μικρόσωμο άνδρα το περιθώριο να επιτεθεί. Χτυπούσε δεξιά, αριστερά και διαγώνια, ενώ ο Όλιβερ αναγκαζόταν να πηδά προς τα πίσω ρουφώντας το πεταχτό στομάχι του καθώς περνούσε από κοντά η λεπίδα. Ο χάφλινγκ είχε το ξίφος του απλωμένο μπροστά, σε μια προσπάθεια να κρατήσει τον Κυκλωπιανό σε κάποια απόσταση, πετώντας του απανωτές προσβολές για να τον θυμώσει ακόμη περισσότερο, ώσπου να κάνει κάποιο λάθος.

«Κακώς σας φωνάζουν μονόφθαλμους», είπε ο Όλιβερ γελώντας. «εγώ ξέρω ότι οι Κυκλωπιανοί έχουν δύο μάτια, και το πιο όμορφο από τα δύο είναι το καφέ μάτι που έχουν στον πισινό τους!»

Ο Κυκλωπιανός ούρλιαξε με μανία. Σήκωσε το χέρι πάνω από το κεφάλι και κατέβασε το μαχαίρι προς τα κάτω σαν να σκόπευε να κόψει τον Όλιβερ στη μέση. Ο χάφλινγκ ρίχτηκε μπροστά του σηκώνοντας τα όπλα του σταυρωτά πάνω από το κεφάλι του και σταματώντας το χτύπημα, αν και τα μικρά του πόδια σχεδόν λύγισαν από τη δύναμη του μονόφθαλμου.

Μετά, ο ανθρωπάκος γύρισε ξαφνικά την πλάτη προς τον αντίπαλό του, ο οποίος αναγκάστηκε να τεντώσει ακόμη περισσότερο το χέρι του γέρνοντας προς τα εμπρός. Πριν προλάβει να αντιδράσει, ο Όλιβερ έπιασε το μεν-γκος ανάποδα, σαν μαχαίρι, κάνοντας αμέσως μια κυκλική κίνηση προς τα πίσω και πάνω, προς τη γενική κατεύθυνση των βουβώνων του Κυκλωπιανού.

Αυτός σηκώθηκε στις μύτες στριγγλίζοντας για να αποφύγει το χτύπημα, μα τότε ο Όλιβερ έγειρε προς τα πίσω ρίχνοντας το βάρος του στα πόδια του αντιπάλου του.

Ο Κυκλωπιανός βρέθηκε ξαφνικά στον αέρα εξώ από τη στέγη, γύρισε μισή τούμπα και βρόντησε ανάσκελα στο λιθόστρωτο, όπου έμεινε εντελώς ακίνητος.

«Δεν είναι τόσο άσχημα τα πράγματα», του φώναξε ο Όλιβερ. «Αφού είσαι εκεί κάτω, μπορεί να βρεις και το ξίφος σου!»

«Έρχονται κι άλλοι», είπε ο Λούθιεν πλησιάζοντας τον φίλο του, που ήταν τώρα πάλι δίπλα στον σάκο με τα λάφυρα. Ξαφνικά τον είδε να χώνει το χέρι στον σάκο, να βγάζει ένα πιάτο και να το εκτοξεύει σαν δίσκο προς την κορυφή της στέγης. Ο Λούθιεν γύρισε και είδε το περιστρεφόμενο πιάτο να σπάζει πάνω στη μύτη ενός Κυκλωπιανού, ο οποίος μόλις είχε ξεπροβάλει το κεφάλι του.

Γύρισε και κοίταξε έκπληκτος τον Όλιβερ.

«Ήταν πανάκριβη βολή», παραδέχτηκε αυτός σηκώνοντας τους ώμους.

Άρχισαν να τρέχουν πάνω στις ανώμαλες στέγες και, αφού έφτασαν στο τέλος των σπιτιών, κατέβηκαν στον δρόμο. Είδαν Κυκλωπιανούς να τους κυνηγούν. Ήταν πάρα πολλοί και σε λίγο βρέθηκαν περικυκλωμένοι.

Ο Όλιβερ πήγε να χωθεί σε μια εσοχή, αλλά ο Λούθιεν τον σταμάτησε. «Θα κοιτάξουν εκεί μέσα», είπε και κόλλησε την πλάτη του στον τοίχο πιο πέρα από την είσοδο της σκοτεινής εσοχής.

Ο Όλιβερ, ακούγοντας τους Κυκλωπιανούς να στρίβουν στη γωνία, χώθηκε αμέσως κάτω από τις πτυχές του μανδύα.

Όπως είχε προβλέψει ο Λούθιεν, οι κτηνάνθρωποι έψαξαν όλες τις εσοχές του δρόμου. Μετά, πολλοί συνέχισαν να τρέχουν γκρινιάζοντας, ενώ μερικοί άλλοι άρχισαν να ψάχνουν στα σπίτια και τα μαγαζιά τριγύρω. Πέρασε πολλή ώρα μέχρι να βρουν οι δυο σύντροφοι την ευκαιρία να τρέξουν πάλι, και βλαστήμησαν όταν είδαν ότι ο ορίζοντας είχε αρχίσει ήδη να φωτίζει στα ανατολικά, καθώς πλησίαζαν τα χαράματα Γρήγορα οι Κυκλωπιανοί βρέθηκαν πάλι πίσω τους, ιδιαίτερα ένας μεγαλόσωμος και γρήγορος μονόφθαλμος που τους ακολουθούσε χωρίς δυσκολία. Είχε φωτίσει αρκετά, γι’ αυτό δεν μπορούσαν πια να σταματήσουν και να προσπαθήσουν να κρυφτούν ξανά. Η κατάσταση γινόταν όλο και πιο απελπιστική καθώς ο πεισματάρης Κυκλωπιανός φώναζε οδηγίες και εντολές στους συντρόφους του που έτρεχαν πίσω του, αλλά και στους διπλανούς δρόμους, προσπαθώντας να εμποδίσουν τη διαφυγή στους δυο φίλους.

«Γύρνα και ρίξ’ του! Γύρνα και ρίξ’ του!» φώναξε ο Όλιβερ, που ήταν πολύ λαχανιασμένος και αγανακτισμένος. Ο Λούθιεν βρήκε καλή τη σκέψη του, μόνο που δεν είχε τον χρόνο να στραφεί και να σημαδέψει.

Ξαφνικά είδαν μπροστά τους το εσωτερικό τείχος από το οποίο τους χώριζε η πλατεία Μόρκνεϊ. Ήταν ένας μεγάλος ανοιχτός χώρος με ένα τεράστιο σιντριβάνι στη μέση, γύρω από τον οποίο υπήρχαν μερικές καλές ταβέρνες και πολλά μαγαζιά τεχνιτών. Η πλατεία πρόβαλε ήσυχη και άδεια μέσα στο φως της αυγής. Υπήρχε μόνο ένας νάνος που σκάλιζε κάποιο σχέδιο στο νεοφτιαγμένο σιντριβάνι και μερικοί έμποροι, οι οποίοι σκούπιζαν τον δρόμο μπροστά στα μαγαζιά τους ή έστηναν πάγκους με φρούτα και ψάρια.

Οι δυο φίλοι πέρασαν δίπλα από τον νάνο και ο Όλιβερ τον χαιρέτησε αγγίζοντας το μπορ του καπέλου του.