Выбрать главу

Ο μεγαλόσωμος Κυκλωπιανός βγήκε τρέχοντας στην πλατεία και ούρλιαξε από χαρά, γιατί ήταν σίγουρος ότι θα έπιανε τουλάχιστον τον μικρόσωμο κλέφτη πριν προλάβει να περάσει το τείχος.

Ο μονόφθαλμος ήταν τόσο συγκεντρωμένος στους δύο κλέφτες που έτρεχαν μπροστά του ώστε δεν αντιλήφθηκε το βαρύ, ιπτάμενο σφυρί του νάνου — το μόνο που είδε ήταν τα αστεράκια που εμφανίστηκαν ξαφνικά πίσω από το κλειστό του βλέφαρο.

Ο Όλιβερ γύρισε και κοίταξε πίσω, ενώ ταυτόχρονα έπιασε τον Λούθιεν κάνοντάς του νόημα να κοιτάξει κι αυτός. Ευχαρίστησαν τον νάνο με ένα νεύμα, αλλά αυτός δεν αντέδρασε, απλώς μάζεψε υπομονετικά το σφυρί (που το είχε δεμένο στο χέρι του με ένα μακρύ σχοινί) και συνέχισε τη δουλειά του πριν ξεχυθούν στην πλατεία οι άλλοι Κυκλωπιανοί.

Όταν έφτασαν στο σπίτι τους, είχε φέξει πια για τα καλά. Ο Λούθιεν γκρίνιαζε αρκετή ώρα για τον κίνδυνο που διέτρεξαν, ενώ από την πλευρά του ο Όλιβερ μουρμούριζε ψάχνοντας στον σάκο, και γκρίνιαζε επειδή είχαν σπάσει πολλά πιάτα και ποτήρια στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν.

Ο Λούθιεν τον κοίταξε κατάπληκτος. «Κινδυνεύαμε να μας πιάσουν κι εσύ είχες τον νου σου να κλέψεις;»

Ο Όλιβερ σήκωσε το κεφάλι από τον σάκο και χαμογέλασε στον Λούθιεν. «Μα αυτό ακριβώς δεν είναι που τροφοδοτεί την έξαψη και το θάρρος;» είπε, συνεχίζοντας να εξετάζει τα λάφυρα της βραδιάς. Το πρόσωπό του σκυθρώπιασε πάλι καθώς έβγαλε από τον σάκο ένα ακόμη σπασμένο πιάτο.

Αμέσως μετά όμως χαμογέλασε πλατιά, και ο Λούθιεν τον κοίταξε με περιέργεια καθώς ο φίλος του έβαζε το χέρι του βαθιά μέσα στον σάκο.

Ο Όλιβερ του έκλεισε το μάτι κι έβγαλε από μέσα το αγαλματάκι του πολεμιστή χάφλινγκ.

17

Αγανάκτηση

Οι δυο φίλοι πέρασαν τις επόμενες μέρες μέσα ή κοντά στο σπίτι, κάνοντας κυρίως μικρές εξόδους στο Ντουέλφ για να ακούσουν τα σχόλια για τη μυστηριώδη Πορφυρή Σκιά. Η τελευταία τολμηρή επιχείρηση, στην οποία λεηλατήθηκαν δύο μαγαζιά και σκοτώθηκαν αρκετοί Κυκλωπιανοί φρουροί, στην παγίδα που προφανώς είχαν στήσει πολλοί έμποροι μαζί, είχε ανάψει τις συζητήσεις. Έτσι ο Όλιβερ το θεώρησε συνετό να περιορίσουν τη δράση τους για ένα διάστημα, γνώμη με την οποία ο Λούθιεν φυσικά συμφώνησε αμέσως.

Ο Όλιβερ περνούσε την αυτοεπιβεβλημένη καραντίνα με καλή διάθεση θεωρώντας τη μια ευκαιρία για ξεκούραση, ενώ παράλληλα είχε ενθουσιαστεί επειδή ήταν κι αυτός μέρος ενός θρύλου που συνεχώς μεγάλωνε. Ο Λούθιεν όμως ξόδευε τις ώρες του σκυθρωπός και αμίλητος σε μια πολυθρόνα. Στην αρχή ο Όλιβερ νόμισε ότι τον ανησυχεί όλη αυτή η προσοχή του κόσμου ή ότι απλώς υποφέρει από ανία, μετά όμως άρχισε να καταλαβαίνει ότι ο πόνος του φίλου του ήταν πόνος της καρδιάς.

«Μη μου πεις ότι τη σκέφτεσαι ακόμη», είπε ο Όλιβερ μια μέρα με ήλιο, κάτι που είχε αρχίσει να σπανίζει τελευταία. Ο χάφλινγκ είχε αφήσει μισάνοιχτη την πόρτα για να μπει ο ζεστός, σεπτεμβριάτικος αέρας στο σκοτεινό διαμέρισμα.

Ο Λούθιεν τον κοίταξε αμίλητος, αλλά γρήγορα κατάλαβε ότι ο Όλιβερ δεν είχε ξεγελαστεί από το συνοφρυωμένο και ενοχλημένο ύφος του.

Γύρισε αμέσως αλλού και αυτή η αντίδραση τα έλεγε όλα.

«Τραγικό! Τραγικό!» είπε ο Όλιβερ. Έπεσε σε μια πολυθρόνα με μια δραματική χειρονομία. «Αυτό το πράγμα είναι πάντα τραγικό!» Η κίνησή του μετατόπισε την πολυθρόνα, η οποία χτύπησε σ’ ένα βάθρο, και ο Όλιβερ μόλις που πρόλαβε να πιάσει το αγαλματάκι του πολεμιστή χάφλινγκ πριν πέσει κάτω.

«Για τι πράγμα μιλάς;» ρώτησε ο Λούθιεν, που δεν είχε διάθεση για παιχνίδια αινιγμάτων.

«Μιλάω για σένα, ανόητε», απάντησε ο Όλιβερ. Σώπασε για μερικές στιγμές, ενώ ξεσκόνιζε το βάθρο και έβαζε το αγαλματάκι στη θέση του. Μετά, όταν είδε ότι ο Λούθιεν δεν είχε σκοπό να μιλήσει, γύρισε και τον κοίταξε σοβαρός.

»Αναζητάς το νόημα της ζωής», δήλωσε ο Όλιβερ, καθώς ο Λούθιεν τον κοίταζε με αμφιβολία. «Και το τραγικό είναι ότι επέλεξες να το βρεις στη μορφή μιας γυναίκας.

Ο Λούθιεν τον κοίταξε άγρια. Θέλοντας να απαντήσει, πήγε να σηκωθεί από την πολυθρόνα, αλλά ο Όλιβερ τον σταμάτησε με μια νωχελική κίνηση του χεριού.

»Μην το αρνείσαι», είπε. «Την έχω δει πολλές φορές αυτή την κατάσταση. Στη Γασκόνη τη λέμε “ιπποτικό έρωτα”».

Ο Λούθιεν κάθισε πάλι. «Δεν καταλαβαίνω τι μου λες», δήλωσε, τονίζοντας τα λόγια του με το ν’ αποστρέψει το βλέμμα του από τον φίλο του και να κοιτάξει προς τη μισάνοιχτη πόρτα.

«Ιπποτικός έρωτας!», επανέλαβε κατηγορηματικά ο Όλιβερ. «Είδες αυτή την καλλονή και την ερωτεύτηκες. Τώρα είσαι θυμωμένος επειδή δεν ξαναπήγαμε στην αγορά, κι επειδή δεν είχες την ευκαιρία να δεις πάλι την ομορφιά της.