Ο Λούθιεν δάγκωσε το χείλι του, αλλά δεν είχε τη δύναμη να αρνηθεί τα λόγια του.
»Είναι η βασίλισσα της καρδιάς σου, θα πολεμήσεις για χάρη της, θα επιδιώξεις οποιονδήποτε σκοπό στο όνομά της, θα πετάξεις τον μανδύα σου πάνω στις λάσπες για να περάσει χωρίς να λερωθεί, θα βάλεις το στήθος σου μπροστά για να δεχθείς εσύ ένα βέλος που προορίζεται γι’ αυτή…».
«…Θα βάλω το χέρι μου στο μούτρο σου», συμπλήρωσε ο Λούθιεν σοβαρός.
«…Και φυσικά ντρέπεσαι», συνέχισε ο Όλιβερ χωρίς να ανησυχεί καθόλου από τις απειλές, «γιατί ξέρεις πόσο ηλίθια ακούγονται όλα αυτά». Ο Λούθιεν τον κοίταξε στα ίσια με ένα καθαρά απειλητικό ύφος, αλλά και πάλι ο Όλιβερ δεν πτοήθηκε. «Δεν την ξέρεις καν αυτήν τη γυναίκα, αυτήν τη μισοξωτική. Είναι όμορφη, δεν το αρνούμαι αυτό, αλλά έχεις φτάσει στο σημείο να πιστεύεις ότι διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά που θα ήθελες να έχει μια γυναίκα, τη στιγμή που το μόνο το οποίο γνωρίζεις πραγματικά γι’ αυτή, είναι η εμφάνισή της».
Ο Λούθιεν κατάφερε να γελάσει. Ήξερε ότι ο φίλος του έχει δίκιο — από την άποψη της λογικής τουλάχιστον. Ναι, η συμπεριφορά του ήταν γελοία. Αλλά δεν μπορούσε ν’ απαρνηθεί τα συναισθήματα που ένιωθε. Είχε δει την πρασινομάτα μισοξωτική για ένα λεπτό ίσως, και όμως αυτή η εικόνα τον ακολουθούσε συνεχώς από τότε, στο ξύπνιο του και στα όνειρά του. Τώρα βέβαια που το συζητούσαν ανοιχτά στο φως της μέρας, η μονομανία του ακουγόταν παράλογη και γελοία.
«Φαίνεται να έχεις πολλές γνώσεις γι’ αυτό το θέμα», είπε ο Λούθιεν με έναν σαρκαστικό τόνο, πράγμα που έκανε τον Όλιβερ να χαμογελάσει μελαγχολικά. «Προσωπικές γνώσεις», πρόσθεσε το παλληκάρι.
«Ίσως», ήταν το μόνο που είπε ο Όλιβερ.
Δεν έδωσαν συνέχεια στη συζήτηση. Ο Λούθιεν συνέχισε να κάθεται αμίλητος στην πολυθρόνα του, ενώ ο Όλιβερ άρχισε να τακτοποιεί τα λάφυρα μέσα στο δωμάτιο, αλλάζοντάς τους θέσεις. Ο Λούθιεν δεν το πρόσεξε, αλλά πολλές φορές εκείνο το πρωί η έκφραση του Όλιβερ φωτιζόταν ξαφνικά, σαν να του είχε έλθει κάποια όμορφη ανάμνηση, ενώ λίγο αργότερα έκανε μια γκριμάτσα οδύνης σαν να είχε θυμηθεί κάτι, ίσως όχι τόσο ευχάριστο.
Λίγη ώρα αργότερα, ο Όλιβερ πέταξε το χειμωνιάτικο παλτό του πάνω στο πόδια του Λούθιεν. «Πάει, καταστράφηκε!» είπε, σηκώνοντας ένα μανίκι και δείχνοντας στον Λούθιεν ένα σκίσιμο στο ύφασμα.
Ο Λούθιεν το κοίταξε προσεχτικά. Είχε γίνει από κάτι πολύ μυτερό, όπως το μεν-γκος του Όλιβερ για παράδειγμα. Ο καιρός ήταν πολύ ζεστός τις τελευταίες μέρες, ακόμη και μετά τη δύση του ήλιου, και από ό,τι θυμόταν ο Λούθιεν, ο φίλος του δεν είχε φορέσει ακόμα αυτό το παλτό. Πολύ παράξενο που τώρα ήταν σκισμένο και ακόμη πιο παράξενο που ο Όλιβερ ανακάλυψε το σκίσιμο σήμερα που είχε λιακάδα και ζέστη.
«Θα το πετάξω σ’ αυτά τα παλιόπαιδα», είπε σχεδόν γρυλίζοντας ο Όλιβερ με τα χέρια στη μέση. Ο Λούθιεν δεν τον είχε δει ποτέ του τόσο μουτρωμένο. «Φυσικά αυτός ο ζεστός καιρός δεν θα κρατήσει πολύ. Πάμε!» είπε, παίρνοντας έναν ελαφρύ μανδύα και πηγαίνοντας στην πόρτα. «Πάμε στην αγορά να αγοράσω άλλο».
Δεν χρειάστηκε να το πει δεύτερη φορά στον Λούθιεν.
Πέρασαν τη μέρα τους στην κατάμεστη αγορά, με τον Όλιβερ να κοιτάζει τα εμπορεύματα και τον Λούθιεν, όπως ήταν φυσικό, να κοιτάζει τον κόσμο. Όμως, η γυναίκα που του είχε κλέψει την καρδιά δεν φαινόταν πουθενά.
«Δεν βρήκα τίποτα που να αξίζει», ανακοίνωσε τελικά ο Όλιβερ. «Υπάρχει όμως ένας έμπορος που θα έχει μεγαλύτερη διάθεση για παζάρια αύριο. Είμαι σίγουρος γι’ αυτό».
Η απογοήτευση του Λούθιεν χάθηκε και, καθώς έφευγαν από την αγορά, κοίταζε τον φίλο του με πραγματική εκτίμηση. Ήξερε ότι όλ’ αυτά τα έκανε ο Όλιβερ, επειδή τον καταλαβαίνει και προσπαθεί να τον βοηθήσει. Θυμήθηκε τη διάλεξη του Όλιβερ περί “ιπποτικού έρωτα”. Αν είχε ακόμα κάποιες αμφιβολίες ότι στηριζόταν σε προσωπική εμπειρία, διαλύθηκαν από τη συμπεριφορά του φίλου του.
Την επόμενη μέρα επανέλαβαν την ίδια διαδικασία, κάνοντας διάλειμμα για μεσημεριανό σε έναν από τους πολλούς πάγκους όπου πουλούσαν φαγητά. Ο Όλιβερ είχε ανοίξει μια μονόπλευρη συζήτηση, μιλώντας κυρίως για τα ελαττώματα των εμπόρων. Πλησίαζε πια ο χειμώνας, γι’ αυτό, παρά τα παζάρια του, οι έμποροι αρνούνταν να κατεβάσουν τις τιμές των χειμωνιάτικων παλτών.
Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να καταλάβει ο Όλιβερ ότι ο φίλος του δεν άκουγε, ούτε έτρωγε το παξιμάδι που κρατούσε στο χέρι του. Τον κοίταξε απορημένος, αλλά μετά κατάλαβε, πριν ακόμη ακολουθήσει το επίμονο βλέμμα του. Γύρισε και είδε τη μισοξωτική σκλάβα με τον έμπορο αφέντη της και την ακολουθία του.
Ο Όλιβερ έκανε έναν μορφασμό πόνου καθώς είδε τη γυναίκα να κοιτάζει κάτω από τα ξανθά μαλλιά της και να ανταποδίδει το επίμονο βλέμμα του Λούθιεν, χαμογελώντας μάλιστα ντροπαλά. Ο έμπειρος Όλιβερ κατάλαβε τις συνέπειες αυτής της αντίδρασης και τις δοκιμασίες που, μάλλον, θα ακολουθούσαν γρήγορα.