Выбрать главу

Και έκανε έναν δεύτερο μορφασμό πόνου όταν ο έμπορος είδε ότι η σκλάβα του είχε τολμήσει να σηκώσει το βλέμμα της χωρίς την άδειά του και, πλησιάζοντας, τη χτύπησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού.

Ο Όλιβερ άρπαξε τον Λούθιεν πριν εκείνος προλάβει καν να σηκωθεί, αραδιάζοντάς του ένα σωρό λόγους περί του γιατί θα ήταν ανοησία να ορμήσει στον έμπορο εκείνη τη στιγμή. Ευτυχώς, υπήρχαν τριγύρω αρκετά άτομα που τους ήξεραν από το Ντουέλφ και ήλθαν γρήγορα να βοηθήσουν, καταλαβαίνοντας ότι μπορεί να δημιουργούνταν προβλήματα.

Ο μαινόμενος Λούθιεν δεν ηρέμησε παρά μόνο όταν πλησίασε μια περίπολος Πραιτωριανών για να δει τι συμβαίνει.

«Δεν είναι τίποτα», είπε ο Όλιβερ στους καχύποπτους Κυκλωπιανούς. «Ο φίλος μου από δω βρήκε μια κατσαρίδα στο παξιμάδι του η οποία, όμως, έφυγε τώρα, και έτσι κι αλλιώς οι κατσαρίδες δεν τρώνε πολύ».

Οι Πραιτωριανοί απομακρύνθηκαν αργά, κοιτάζοντας κάθε τόσο φιλύποπτα πίσω τους.

Όταν χάθηκαν, αφού ο Λούθιεν ελευθερώθηκε από τα πολλά χέρια που τον κρατούσαν, σηκώθηκε όρθιος — για να δει ότι ο έμπορος με τη συνοδεία του είχαν απομακρυνθεί.

Ο Όλιβερ υποχρεώθηκε να ζητήσει τη βοήθεια των φίλων του για να “πείσουν” τον Λούθιεν —κυρίως σέρνοντάς τον— να επιστρέψουν στο διαμέρισμα. Όμως, όταν έφυγαν οι άλλοι, ο Λούθιεν άρχισε να βηματίζει σαν λιοντάρι στο κλουβί κλοτσώντας καρέκλες και χτυπώντας τις γροθιές του στον τοίχο.

«Πραγματικά, περίμενα να είσαι πολύ πιο λογικός», είπε ο Όλιβερ. Είχε σταθεί μπροστά στη στήλη για να προστατέψει το αγαπημένο του αγαλματάκι του πολεμιστή χάφλινγκ από την καταστροφική μανία του φίλου του.

Ο Λούθιεν ήρθε με δυο δρασκελιές και στάθηκε μπροστά του. «Μάθε ποιος είναι!» είπε.

«Ποιος;» ρώτησε ο Όλιβερ.

Ο Λούθιεν άπλωσε αστραπιαία το χέρι, άρπαξε το αγαλματάκι και το σήκωσε ψηλά σαν να ετοιμαζόταν να το πετάξει στην άλλη άκρη του δωματίου. Ο Όλιβερ τον κοίταξε έντρομος, μα ο Λούθιεν τώρα ήταν σίγουρος ότι δεν θα του έπαιζε άλλα παιχνίδια κάνοντας ότι δεν καταλαβαίνει.

«Μάθε ποιος είναι και πού μένει», είπε ήρεμα πια ο Λούθιεν.

»Αυτό δεν θα ήταν καθόλου έξυπνο», απάντησε ο Όλιβερ, απλώνοντας διστακτικά τα χέρια για να πάρει το αγαλματάκι. Όμως, ο Λούθιεν σήκωσε το χέρι του πιο ψηλά, έτσι που ο Όλιβερ δεν μπορούσε πια να το φτάσει.

»Μπορεί να είναι παγίδα», επέμεινε ο Όλιβερ προσπαθώντας να τον λογικέψει. «Είδες ότι πολλοί έμποροι θέλουν να μας πιάσουν. Μπορεί να υποψιάζονται ότι είσαι η Πορφυρή Σκιά, βρήκαν λοιπόν το τέλειο δόλωμα».

«Δόλωμα σαν αυτό;» ρώτησε ο Λούθιεν δείχνοντας το αγαλματάκι.

«Ακριβώς», είπε ικανοποιημένος ο Όλιβερ, αλλά αμέσως μετά το χαμογελαστό του πρόσωπο σκυθρώπιασε όταν κατάλαβε τι εννοούσε ο Λούθιεν: ο Όλιβερ, παρά τον κίνδυνο, είχε κλέψει εκείνο το δόλωμα από το αγκίστρι.

Ο χάφλινγκ σήκωσε τα χέρια του νικημένος. «Ερωτευμένοι!» μουρμούρισε, καθώς έβγαινε από το διαμέρισμα βροντώντας επιδεικτικά την πόρτα πίσω του. Αλλά ήταν ρομαντικός τύπος και μέχρι να ανεβεί τη σκάλα για να βγει στον δρόμο, χαμογελούσε ξανά.

18

Όχι και τόσο σκλάβα

«Δεν μπορώ να σε μεταπείσω;» ρώτησε ο Όλιβερ. Γυρίζοντας αργά το απόγευμα είχε βρει τον Λούθιεν να βηματίζει πάνω-κάτω μέσα στο μικρό δωμάτιο.

Ο Λούθιεν σταμάτησε και τον κοίταξε με ένα επίμονο αποφασισμένο βλέμμα.

»Άλλο πράγμα είναι να κλέβεις χρήματα και κοσμήματα», συνέχισε ο Όλιβερ, «και άλλο να κλέψεις μια σκλάβα».

Ο νεαρός συνέχισε να τον κοιτάζει — ούτε καν ανοιγόκλεισε τα μάτια.

Ο μικρόσωμος άνδρας αναστέναξε.

»Ξεροκέφαλε ανόητε», είπε. «Πολύ καλά, λοιπόν. Όπως φαίνεται, σταθήκαμε αρκετά τυχεροί. Το σπίτι του εμπόρου βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της πόλης, ακριβώς κάτω από τον δρόμο για το Πορτ Τσάρλι. Δεν υπάρχουν πολλοί φρουροί εκεί, και δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη το τείχος γύρω από αυτά τα νέα σπίτια. Στα περισσότερα μένουν μικροέμποροι. Παρ’ όλα αυτά όμως έχουν φρουρούς. Τέλος μπορείς να είσαι σίγουρος ότι αν κλέψουμε μια σκλάβα θα μας κυνηγήσουν ο δούκας Μόρκνεϊ και όλοι οι Πραιτωριανοί Φρουροί του. Όταν πάμε…»

«Απόψε», του ξεκαθάρισε ο Λούθιεν, ενώ ο Όλιβερ αναστέναζε πάλι ξέροντας ότι δεν μπορεί να τον σταματήσει.

«Τότε, απόψε μπορεί να είναι η τελευταία μας νύχτα στη φιλόξενη πόλη του Μόντφορτ», συνέχισε ο Όλιβερ. «Και θα βρεθούμε στον δρόμο χειμωνιάτικα».

«Δεν με νοιάζει».

«Ξεροκέφαλε ανόητε!» μουρμούρισε ο Όλιβερ. Πήγε στο δωμάτιό του και βρόντηξε πίσω του την πόρτα.

Έφτασαν χωρίς δυσκολία στο δρομάκι δίπλα στο σπίτι του εμπόρου, ένα θαυμάσιο πέτρινο κτίσμα σε σχήμα Γ με πολλά μικρά μπαλκόνια και παράθυρα. Ο Όλιβερ συνέχιζε να γκρινιάζει και ο Λούθιεν συνέχιζε να τον αγνοεί. Ο νεαρός είχε βρει έναν σκοπό στη ζωή, κάτι άλλο πέρα από το να πετάνε χειμωνιάτικα ρούχα για να τα βρουν τα φτωχά παιδιά του Τάινι Άλκοουβ. Φανταζόταν τον εαυτό του σαν τον παροιμιώδη ιππότη με τη λευκή πανοπλία, τον τέλειο ήρωα που θα έσωζε την αγαπημένη του από τον κακό έμπορο.