Выбрать главу

Δεν σκέφτηκε ποτέ ότι θα έπρεπε να τη ρωτήσει αν θέλει να τη σώσουν.

Το σπίτι ήταν ήσυχο, όπως και όλη η περιοχή. Ελάχιστοι κλέφτες έκαναν τον κόπο να έλθουν μέχρι εδώ, για τούτο οι περίπολοι ήταν πολύ λίγες. Σε ένα από τα παράθυρα του σπιτιού, στη μικρή πλευρά του “Γ”, έκαιγε ένα κερί. Ο Λούθιεν οδήγησε τον Όλιβερ στον τοίχο της πιο μακριάς πτέρυγας, που ήταν όλη σκοτεινή.

«Δεν μπορώ να σου αλλάξω γνώμη;» ρώτησε ο Όλιβερ μία τελευταία φορά. Ο Λούθιεν τον αγριοκοίταξε, οπότε αυτός γύρισε αποφασιστικά και πέταξε τη μαγική του αρπάγη, που κόλλησε στον τοίχο πάνω από ένα μπαλκόνι, ακριβώς κάτω από τη σκεπή. Αυτήν τη φορά ο Όλιβερ σκαρφάλωσε πρώτος γιατί φοβόταν να αφήσει τον Λούθιεν να ανεβεί στο μπαλκόνι χωρίς αυτόν. Με την τρέλα που τον είχε πιάσει, μπορεί να έσπαγε την μπαλκονόπορτα, να σκότωνε τους πάντες μέσα στο σπίτι και μετά να πήγαινε στη Μητρόπολη με τη γυναίκα στην αγκαλιά του και να απαιτούσε από τον δούκα Μόρκνεϊ να τους παντρέψει!

Ο Όλιβερ, αφού ανέβηκε στο μπαλκόνι, πλησίασε αθόρυβα στη μπαλκονόπορτα. Όταν βεβαιώθηκε ότι δεν ήταν κανείς εκεί, πήγε πάλι στο κάγκελο για να κάνει νόημα στον Λούθιεν να τον ακολουθήσει.

Δεν παραξενεύτηκε όταν είδε τον φίλο του να σκαρφαλώνει μανιασμένα και να έχει φτάσει κιόλας στα μισά του σχοινιού.

Ήταν έτοιμος να του ψιθυρίσει να προσέχει, αλλά κάτι του τράβηξε την προσοχή. Κοιτάζοντας απέναντι στην αυλή, στο παράθυρο όπου τρεμόπαιζε η φλόγα του κεριού, ο Όλιβερ είδε μια γυναίκα. Ήταν η όμορφη σκλάβα, τη γνώρισε αμέσως από τα μακριά μαλλιά της που έλαμπαν ακόμη και με αυτό το ελάχιστο φως. Ο Όλιβερ συνέχισε να παρακολουθεί με περιέργεια καθώς η γυναίκα έκρυψε τα μαλλιά της κάτω από έναν μαύρο σκούφο, πήρε από κάπου έναν μπόγο, έσβησε το κερί και πήγε στο παράθυρο.

Ο Λούθιεν πιάστηκε από το κιγκλίδωμα και ετοιμάστηκε να ανεβεί στο μπαλκόνι αλλά, μόλις καβάλησε τα κάγκελα, τον σταμάτησε ο Όλιβερ χαμογελώντας και κάνοντάς του νόημα να κοιτάξει πάνω από τον ώμο του.

Από ένα αυτοσχέδιο σχοινί φτιαγμένο από δεμένα σεντόνια που κρεμόταν από κάποιο παράθυρο ως το έδαφος, μια ευκίνητη σιλουέτα ντυμένη με μαύρα και γκρίζα ρούχα, παρόμοια με τα “ρούχα της δουλειάς” του Όλιβερ, κατέβαινε από το σπίτι.

Το πρόσωπο του Λούθιεν σφίχτηκε από μια γκριμάτσα. Κάποιος κλέφτης είχε τολμήσει να μπει στο σπίτι της αγαπημένης του!

Ο Όλιβερ είδε την έκφρασή του και κατάλαβε γιατί θύμωσε ο φίλος του. Έβαλε το χέρι του στον ώμο του νέου, τον έστρεψε προς το μέρος του και έφερε το δάχτυλο στα χείλη.

Η σιλουέτα πήδησε στο έδαφος και χάθηκε γοργά μέσα στις σκιές.

«Λοιπόν;» είπε ο Όλιβερ δείχνοντας το σχοινί τους.

Ο Λούθιεν δεν κατάλαβε.

»Δεν θα κατέβεις;» ψιθύρισε ο Όλιβερ. «Δεν έχουμε να κάνουμε τίποτα πια εδώ».

Ο Λούθιεν τον ατένισε απορημένος για μια στιγμή, αλλά μετά τα μάτια του ανοιγόκλεισαν από κατάπληξη και γύρισε στην αυλή για να κοιτάξει πάλι το αυτοσχέδιο σχοινί. Όταν στράφηκε πάλι στον Όλιβερ, αυτός χαμογέλασε πλατιά κάνοντάς του ένα καταφατικό νεύμα.

Ο Λούθιεν κατέβηκε από το σχοινί και ο Όλιβερ τον ακολούθησε γρήγορα, φοβούμενος ότι ο φίλος του θα χαθεί μέσα στη νύχτα. Η ευθυμία του μικρόσωμου άνδρα για την απροσδόκητη τροπή των γεγονότων έσβησε γρήγορα καθώς άρχισε να καταλαβαίνει ότι, αφού τούτη η σκλάβα, προφανώς, δεν ήταν αυτό που φαινόταν με την πρώτη ματιά, ίσως τους περίμενε μια δύσκολη και επικίνδυνη νύχτα.

Ο Όλιβερ έφτασε στο έδαφος, τράβηξε τρεις φορές το σχοινί για να ελευθερωθεί η αρπάγη κι έτρεξε πίσω από τον Λούθιεν. Τον πρόλαβε δύο τετράγωνα πιο κάτω.

Ο Λούθιεν στεκόταν στη γωνία και κοίταζε με τρόπο σε ένα στενό δρομάκι. Ο Όλιβερ γλίστρησε ανάμεσα στα πόδια του και κοίταξε κι αυτός από πιο χαμηλά.

Είδε αμέσως τη μισοξωτική σκλάβα — δεν υπήρχε αμφιβολία τώρα ότι ήταν αυτή, γιατί είχε βγάλει τον σκούφο και τίναζε τα μακριά, σταρόχρωμα μαλλιά της. Μαζί της ήταν άλλα δύο άτομα, ένα εξίσου ψηλό με τον Λούθιεν αλλά πολύ πιο λεπτό, και ένα στο ύψος της γυναίκας.

Ο Λούθιεν κοίταξε κάτω τον Όλιβερ την ίδια στιγμή που ο χάφλινγκ γύρισε πάνω το κεφάλι και κοίταξε τον Λούθιεν.

«Ξωτικά», του είπε ο Όλιβερ κουνώντας μόνο τα χείλη, και ο Λούθιεν, αν και είχε δει ελάχιστες φορές ξωτικά, έγνεψε καταφατικά.