Выбрать главу

Ο Λούθιεν άφησε να προπορευτεί ο Όλιβερ που ήταν πιο πεπειραμένος στις παρακολουθήσεις, καθώς ακολουθούσαν τα ξωτικά προς το πλουσιότερο τμήμα του Μόντφορτ. Ο νεαρός Μπέντγουιρ δεν μπορούσε να αρνηθεί το προφανές, παρ’ όλα αυτά όμως αισθάνθηκε έκπληξη όταν τα τρία ξωτικά γλίστρησαν σιωπηλά σε κάποιο σκοτεινό δρομάκι, πέταξαν ένα σχοινί και ανέβηκαν αθόρυβα σε ένα παράθυρο στον δεύτερο όροφο ενός σκοτεινού σπιτιού.

«Δεν χρειάζεται τη βοήθειά σου», ψιθύρισε ο Όλιβερ στο αυτί του Λούθιεν. «Σε παρακαλώ, ξέχασέ το».

Ο Λούθιεν δεν μπορούσε να διαφωνήσει. Ήταν φανερό ότι, όντως, η γυναίκα δεν χρειαζόταν τη βοήθειά του, από την άλλη μεριά όμως δεν μπορούσε να την ξεχάσει. Παραμέρισε τον Όλιβερ και κάρφωσε πάλι το βλέμμα του στο παράθυρο.

Τα τρία ξωτικά κατέβηκαν πάλι γρήγορα —προφανώς ήξεραν καλά τη δουλειά τους— και ο ένας κρατούσε έναν σάκο. Αφού η σκλάβα τράβηξε επιδέξια το σχοινί κι ελευθέρωσε τον γάντζο, διέσχισαν το δρομάκι.

Ο Όλιβερ χώθηκε μέσα στις πτυχές του πορφυρού μανδύα, ενώ ο Λούθιεν κολλούσε με την πλάτη στον τοίχο καθώς τα τρία ξωτικά βγήκαν γρήγορα από το δρομάκι και πέρασαν μόλις ενάμισι μέτρο μακριά από τους δύο φίλους. Ο Λούθιεν ήθελε να απλώσει το χέρι του για να αρπάξει τη σκλάβα, να της μιλήσει εκείνη τη στιγμή, αλλά αντιστάθηκε σε αυτή την παρόρμηση κυρίως χάρη στην επέμβαση του Όλιβερ που, προφανώς, διαισθανόμενος τη διάθεση του νέου, του άρπαξε και τα δύο χέρια κάτω από τον μανδύα. Όταν απομακρύνθηκαν αρκετά οι τρεις κλέφτες, ο Όλιβερ και ο Λούθιεν άρχισαν να τους ακολουθούν πάλι προς το βορειοδυτικό τμήμα της πόλης.

Τα τρία ξωτικά χώρισαν στο ίδιο σημείο όπου είχαν συναντηθεί. Οι δύο πήραν τον σάκο και η σκλάβα κατευθύνθηκε προς το σπίτι του αφέντη της.

«Σε παρακαλώ, ξέχασέ το», ψιθύρισε πάλι ο Όλιβερ στον Λούθιεν, αν και ήξερε χωρίς αμφιβολία ότι ο φίλος του δεν άκουγε. Το παλληκάρι δεν χρειαζόταν να παρακολουθεί τη γυναίκα τώρα αφού ήξερε τον προορισμό της, έτσι την προσπέρασε από άλλη διαδρομή. Στην τελευταία γωνία πριν το σπίτι του εμπόρου, στάθηκε στον τοίχο, τυλίχτηκε με τον μανδύα και περίμενε.

Η γυναίκα πλησίασε με τα αθόρυβα βήματα του πεπειραμένου κλέφτη. Πέρασε μπροστά από τον αόρατο Λούθιεν, κοίταξε κι από τις δυο μεριές του δρόμου και πήγε να περάσει απέναντι.

«Όχι και τόσο σκλάβα!» είπε ο Λούθιεν βγάζοντας την κουκούλα για να την κοιτάξει.

Η αντίδραση της γυναίκας ήταν τόσο αστραπιαία που του έκοψε τη χολή. Γύρισε, ενώ στο χέρι της εμφανιζόταν ως δια μαγείας ένας κοντό ξίφος, και ο Λούθιεν μόλις πρόλαβε να σκύψει στριγγλίζοντας. Η λεπίδα του ξίφους χτύπησε στην πέτρα πάνω από το κεφάλι του. Ο Λούθιεν πήγε να κινηθεί στο πλάι, αλλά η γυναίκα βρέθηκε πάλι μπροστά του και το ξίφος της άστραψε επικίνδυνα.

Μέχρι να ανοιγοκλείσει τα μάτια του ο Λούθιεν, βρέθηκε να στέκεται πάλι με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, ενώ η μύτη του ξίφους ακουμπούσε στον λαιμό του.

«Αυτό δεν θα ήταν τόσο συνετό», είπε ο Όλιβερ πίσω από τη γυναίκα, έχοντας ήδη βγάλει το σπαθί του.

«Ίσως όχι», ακούστηκε μια μελωδική φωνή ξωτικού πίσω από τον Όλιβερ.

Ο Όλιβερ αναστέναξε για άλλη μία φορά ρίχνοντας μια ματιά πάνω από τον ώμο του. Είδε έναν από τους συντρόφους της γυναίκας να στέκεται σκυθρωπός με τραβηγμένο το ξίφος, που η αιχμή του δεν απείχε πολύ από την πλάτη του χάφλινγκ. Λίγο πιο κάτω στον στενό δρόμο στεκόταν η άλλη γυναίκα με ένα τόξο στα χέρια. Το βέλος σημάδευε το κεφάλι του Όλιβερ.

«Μπορεί και να κάνω λάθος», παραδέχτηκε ο χάφλινγκ. Έβαλε αργά το ξίφος στη θήκη του και μετά, ακόμη πιο αργά, έτσι που να μπορεί το ξωτικό να παρακολουθεί την κάθε του κίνηση, έφερε το χέρι σε μια θήκη της δερμάτινης εξάρτησης, έβγαλε από μέσα το καπέλο του, το ίσιωσε και το φόρεσε.

Τα πράσινα μάτια της γυναίκας κοίταζαν διαπεραστικά τον σαστισμένο Λούθιεν. «Ποιος είσαι και γιατί με ακολουθείς;» είπε. Το σαγόνι της ήταν σφιγμένο, η έκφρασή της βλοσυρή.

«Όλιβερ…» είπε ο Λούθιεν καθώς δεν ήξερε τι να απαντήσει.

«Είναι ένας ξεροκέφαλος ανόητος», είπε ο χάφλινγκ.

Ο Λούθιεν κοίταξε τον πιστό του σύντροφο με μια ξινισμένη έκφραση.

Η γυναίκα έσπρωξε λίγο την αιχμή του ξίφους κάνοντας τον νεαρό να ξεροκαταπιεί.

«Με λένε Λούθιεν», είπε αυτός.

«Γιατί με παρακολουθείς;» ρώτησε η γυναίκα με σφιγμένα δόντια.

«Σε είδα στην αγορά», τραύλισε ο Λούθιεν. «Και…»

«Ήρθε για σένα», επενέβη ο Όλιβερ. «Του είπα να σε αφήσει ήσυχη. Του το είπα!»

Τα χαρακτηριστικά της γυναίκας μαλάκωσαν καθώς κοίταξε τον Λούθιεν με μια λάμψη στα μάτια της που έδειχνε πως τον αναγνώρισε. Κατέβασε αργά το ξίφος. «Ήρθες για μένα;»

«Τον είδα να σε χτυπάει», προσπάθησε να εξηγήσει ο Λούθιεν. «Δεν… δεν μπορούσα… γιατί τον αφήνεις να σου φέρεται έτσι;»