Ο Λούθιεν παρακολουθούσε μαγεμένος τις γεμάτες χάρη κινήσεις της, ενώ ο Όλιβερ απλώς κουνούσε το κεφάλι αναστενάζοντας.
19
Καθαγιασμένος χώρος
Ο δούκας Μόρκνεϊ έσκυψε μπροστά με προσποιητό ενδιαφέρον και ακούμπησε τα χέρια στο τεράστιο γραφείο του, ενώ οι κοκαλιάρικοι αγκώνες του προεξείχαν από τον φαρδύ, κόκκινο χιτώνα του. Απέναντι του, κάμποσοι έμποροι μιλούσαν όλοι μαζί, αλλά οι μόνες λέξεις που ξεχώριζαν μέσα στη φασαρία ήταν “κλέφτης” και “Πορφυρή Σκιά”.
Τις τελευταίες εβδομάδες ο Μόρκνεϊ είχε ακούσει πολλές φορές τα ίδια πράγματα από τους ίδιους ανθρώπους, γι’ αυτό δεν είχε διάθεση να τα ξανακούσει.
«Και το χειρότερο απ’ όλα», φώναξε ένας έμπορος πιο δυνατά απ’ όλους, κάνοντας έτσι τους άλλους να σωπάσουν, «είναι ότι δεν μπορώ να βγάλω αυτή την αναθεματισμένη κηλίδα της σκιάς από τη βιτρίνα μου! Τι να απαντήσω στις κοροϊδίες όσων τη βλέπουν; Είναι ένα στίγμα, σας λέω!»
«Ναι, ναι!» συμφώνησαν πολλοί άλλοι.
Ο Μόρκνεϊ σήκωσε το ροζιασμένο χέρι του και έσφιξε τα χείλια του προσπαθώντας να συγκρατήσει τα γέλια του. «Δεν είναι παρά ένας κλέφτης, τίποτα παραπάνω», είπε. «Ζούμε με κλέφτες από παλιά, γιατί λοιπόν να μας ενοχλεί τόσο πολύ η εμφάνιση ενός ακόμη που, μάλιστα, είναι τόσο εξυπηρετικός ώστε να αφήνει και το σημάδι του όπου περνάει;»
«Δεν καταλαβαίνετε!» είπε ικετευτικά ένας έμπορος, αλλά χλόμιασε και σώπασε αμέσως όταν ο δούκας τον κοίταξε με μια απειλητική έκφραση στο ρυτιδωμένο πρόσωπό του.
«Αυτόν τον κλέφτη σίγουρα τον βοηθά ο κόσμος», είπε ένας άλλος έμπορος προσπαθώντας να στρέψει σε διαφορετικό στόχο την οργή του επικίνδυνου δούκα.
«Τον βοηθά ο κόσμος να κάνει τι;» απάντησε αμετάπειστος ο Μόρκνεϊ. «Να κλέψει μερικά μπιχλιμπίδια; Εσείς οι ίδιοι παραδεχτήκατε ότι αυτός ο κλέφτης δεν είναι πιο δραστήριος από τους πολλούς άλλους που σας κλέβουν τελευταία. Ή μήπως το επισκεπτήριό του, αυτή η σκιά, θίγει τη φουσκωμένη σας περηφάνια;»
«Ο νάνος στην πλατεία…» άρχισε να λέει κάποιος.
«Θα τιμωρηθεί γι’ αυτό που έκανε», τον έκοψε ο Μόρκνεϊ. Κοίταξε έναν έμπορο δίπλα στο γραφείο του κλείνοντάς του το μάτι. «Οι νάνοι είναι πάντα χρήσιμοι τεχνίτες, έτσι δεν είναι;» είπε πονηρά, και αυτό φάνηκε να ηρεμεί λίγο τους εμπόρους.
»Γυρίστε στα μαγαζιά σας», συνέχισε ο Μόρκνεϊ γέρνοντας πίσω και κουνώντας εμφατικά τα κοκαλιάρικα χέρια του. «Ο βασιλιάς Γκρινσπάροου άφησε να εννοηθεί ότι η παραγωγή μας δεν είναι αυτή που θα ’πρεπε να είναι. Σας λέω ότι αυτό είναι πιο επείγον πρόβλημα από έναν μικροκλέφτη ή κάποιες γελοίες σκιές που λέτε ότι δεν βγαίνουν».
«Ξέφυγε από την παγίδα που του είχαμε στήσει», προσπάθησε να εξηγήσει ένας από τους εμπόρους, ενώ οι τρεις άλλοι που είχαν συνεργαστεί μαζί του στην παγίδα της Λεωφόρου Βιοτεχνών συμφωνούσαν με καταφατικά νεύματα.
«Τότε στήστε του κι άλλη παγίδα, αν αυτό πιστεύετε ότι πρέπει να γίνει!» είπε κοφτά ο Μόρκνεϊ. Τα μάτια του δούκα, που είχαν ένα παράξενο κεχριμπαρί χρώμα, άστραψαν από θυμό και οι τέσσερις έμποροι σώπασαν αμέσως.
Η αντιπροσωπεία των εμπόρων βγήκε μουρμουρίζοντας από το γραφείο του δούκα.
«Άκου Πορφυρή Σκιά!», είπε ο γερο-μάγος, αρχίζοντας να ψάχνει μέσα στις περγαμηνές για να βρει το τελευταίο μήνυμα του Γκρινσπάροου. Ο Μόρκνεϊ ανήκε στην αρχαία αδελφότητα των μάγων και ζούσε ήδη τότε που η πρώτη Πορφυρή Σκιά έφερνε τον φόβο στις καρδιές των εμπόρων σε όλο το Εριαντόρ, κι ακόμη στο Πρίνσταουν και άλλες πόλεις του βόρειου Άβον. Είχαν μάθει πολλά γι’ αυτό τον άνθρωπο εκείνη την παλιά εποχή, αλλά δεν τον είχαν πιάσει ποτέ.
Και τώρα είχε γυρίσει; Ήταν αδύνατο. Η Πορφυρή Σκιά ήταν άνθρωπος — ένας άνθρωπος που είχε πεθάνει πριν από πολύ καιρό. Το πιθανότερο ήταν ότι κάποιος μικροκλέφτης είχε βρει τον μαγικό μανδύα του θρυλικού απατεώνα. Το “επισκεπτήριο” μπορεί να ήταν το ίδιο, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι ήταν κι ο ίδιος άνθρωπος.
«Ένας μικροκλέφτης», μουρμούρισε ο Μόρκνεϊ καγχάζοντας δυνατά καθώς σκέφτηκε τα μαρτύρια που περίμεναν αυτήν τη νέα Πορφυρή Σκιά όταν τελικά θα έπεφτε στα χέρια των εμπόρων.
«Εγώ δουλεύω μόνος μου», επέμεινε ο Όλιβερ.
Ο Λούθιεν τον κοίταξε απορημένος.
»Μόνος μου μαζί σου», διευκρίνισε ο Όλιβερ θιγμένα. Στεκόταν καμαρωτός με τα καλύτερα ρούχα του και το καπέλο με το φτερό στο κεφάλι — Όλιβερ ντε Μπάροους, δανδής κλέφτης και δεινός ξιφομάχος. «Είναι πολύ διαφορετικά τα πράγματα όταν είσαι εντεταγμένος σε συντεχνία», συνέχισε με μια ξινισμένη έκφραση. «Μερικές φορές πρέπει να δίνεις πάνω από τη μισή σου μπάζα, άσε που πρέπει να πηγαίνεις μόνο όπου σου λένε να πας. Εμένα δεν μου αρέσει να μου λένε πού θα πάω!»