Ο Λούθιεν δεν είχε ουσιαστικά επιχειρήματα για να του απαντήσει. Δεν ήταν σίγουρος και ο ίδιος αν ήθελε να μπει στους Κάτερς, τουλάχιστον όσον αφορά στην πρακτική “δουλειά”. Ήξερε όμως ότι ήθελε να βλέπει πιο συχνά τη Σιόμπαν και, αν για να το πετύχει αυτό έπρεπε να μπει στην ομάδα της, τότε ήταν πρόθυμος να κάνει αυτήν τη θυσία.
«Ξέρω τι σκέφτεσαι», είπε επικριτικά ο Όλιβερ.
Ο Λούθιεν αναστέναξε βαθιά. «Όλιβερ, υπάρχουν κι άλλα πράγματα στη ζωή πέρα από τις κλοπές», προσπάθησε να του εξηγήσει. «Κι άλλα πράγματα πέρα από το υλικό κέρδος. Δεν θα διαφωνήσω σχετικά με το ότι, αν μπούμε στην ομάδα της Σιόμπαν, μπορεί να μειωθούν τα κέρδη μας και να περιοριστεί η ελευθερία μας, αλλά από την άλλη μεριά, ίσως να έχουμε περισσότερη ασφάλεια. Είδες την παγίδα που μας είχαν στήσει οι έμποροι».
«Γι’ αυτό ακριβώς δεν πρέπει να μπεις σε καμία ομάδα», του είπε ο Όλιβερ.
Ο Λούθιεν δεν κατάλαβε.
»Γιατί να απογοητεύσεις τόσο πολύ τους θαυμαστές σου;» πρόσθεσε ο Όλιβερ.
«Τους θαυμαστές μου;»
«Τους άκουσες τι λένε. Μιλάνε συνέχεια για την Πορφυρή Σκιά, και όταν λένε αυτό το όνομα χαμογελάνε. Εκτός από τους εμπόρους, φυσικά, αλλά γι’ αυτό είναι ακόμη πιο γλυκιά η εκδίκηση».
Ο Λούθιεν κούνησε το κεφάλι του μπερδεμένος. «Αφού πάλι θα φοράω τον μανδύα», είπε. «Το σημάδι…»
«Θα χαθεί το μυστήριο», του εξήγησε ο Όλιβερ. «Όλο το Μόντφορτ θα μάθει ότι μπήκες στους Κάτερς, και έτσι θα υποβαθμιστεί η φήμη σου στα επίπεδα αυτής της ομάδας. Όχι, δεν συμφωνώ! Πρέπει να παραμείνεις ανεξάρτητος κλέφτης, έτσι ώστε να δρας με τους δικούς σου όρους και τις δικές σου επιλογές. Θα ξεγελάμε αυτούς τους ανόητους εμπόρους μέχρι που θα απελπιστούν, και μετά θα πάμε αλλού. Η Πορφυρή Σκιά θα εξαφανιστεί από τους δρόμους του Μόντφορτ. Ο θρύλος θα μεγαλώσει».
«Και μετά;»
Ο Όλιβερ σήκωσε τους ώμους σαν να μην είχε σημασία. «Θα βρούμε μια άλλη πόλη — το Πρίνσταουν στο Άβον, ίσως. Θα γυρίσουμε στο Μόντφορτ μετά από μερικά χρόνια, ενώ ο θρύλος θα έχει γιγαντωθεί ακόμα περισσότερο. Έχεις κάνει κάτι υπέροχο εδώ, αν και είσαι τόσο νέος που δεν το καταλαβαίνεις», είπε ο Όλιβερ. Ο Λούθιεν σκέφτηκε ότι δεν είχε δει ποτέ τον φίλο του να μιλά με τόση σοβαρότητα και ένταση. «Εσύ, η Πορφυρή Σκιά, που ξεγελάς τους ανόητους εμπόρους και τους κλέβεις κάτω από τις χοντρές τους μύτες, έδωσες στον κόσμο που ζει στην κάτω πόλη του Μόντφορτ κάτι που δεν είχαν εδώ και πολλά, πολλά χρόνια».
«Τι;» ρώτησε ο Λούθιεν, ενώ ο σαρκασμός είχε χαθεί τελείως από τη φωνή του.
«Ελπίδα», απάντησε ο Όλιβερ. «Τους έδωσες ελπίδα. Και τώρα φεύγω για την αγορά. Θα ’ρθείς;»
Ο Λούθιεν κατένευσε, αλλά έμεινε μέσα στο δωμάτιο για αρκετά λεπτά αφότου είχε φύγει ο Όλιβερ, βυθισμένος σε σκέψεις. Κατάλαβε ότι αυτά που του είπε ο φίλος του ήταν αλήθεια μέχρι κάποιον βαθμό. Μέσα από ένα παιχνίδι της μοίρας, αποκτώντας τυχαία ένα δώρο μετά από μια συμπτωματική συνάντηση με κάποιον εκκεντρικό μάγο —και όλα αυτά μετά από μία επίσης τυχαία συνάντηση με κάποιον ακόμη πιο εκκεντρικό χάφλινγκ— ο Λούθιεν Μπέντγουιρ είχε βρεθεί να διαιωνίζει έναν θρύλο για τον οποίο δεν είχε ξανακούσει ποτέ ως τότε. Είχε βρεθεί να ενσαρκώνει τις ελπίδες των καταπιεσμένων από τη βασιλεία του Γκρινσπάροου.
«Ένας χωριάτης ήρωας;» αναρωτήθηκε ο Λούθιεν, αν και δεν ήταν καθόλου χωριάτης. Πραγματικά δεν χωρούσε ο νους του την απίστευτη ειρωνεία της τύχης, τις απανωτές συμπτώσεις και, μολονότι όλα αυτά του προκαλούσαν μεγάλη σύγχυση, η περπατησιά του ήταν πιο ανάλαφρη όταν έτρεξε έξω για να προλάβει τον Όλιβερ.
Η μέρα ήταν κρύα και γκρίζα, ο τυπικός καιρός της εποχής, γι’ αυτό στην αγορά δεν είχε πολύ κόσμο. Τα περισσότερα καλά εμπορεύματα είχαν αγοραστεί ή κλαπεί πια, ενώ δεν είχαν έλθει νέα καραβάνια, ούτε και θα έρχονταν, για πολλούς μήνες ακόμη.
Πριν περάσει πολλή ώρα, ο Λούθιεν και ο Όλιβερ άρχισαν να εύχονται να υπήρχε πιο πολύς κόσμος στην πλατεία. Οι δυο τους παρουσίαζαν παράξενο θέαμα, ιδιαίτερα ο Όλιβερ, πράγμα που τράβηξε την προσοχή αρκετών Κυκλωπιανών, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ένας με χοντρό επίδεσμο γύρω από το μωλωπισμένο του κεφάλι.
Οι δυο σύντροφοι σταμάτησαν σε έναν πάγκο και αγόρασαν μερικά παξιμάδια για μεσημεριανό, κουβεντιάζοντας με τον ιδιοκτήτη για τον καιρό, την αγορά ή οτιδήποτε άλλο τους ερχόταν στο μυαλό.
«Δεν θα ’πρεπε να είστε εδώ έξω», ακούστηκε ένας ψίθυρος, όταν ο ιδιοκτήτης απομακρύνθηκε για να εξυπηρετήσει κάποιον άλλο πελάτη.
Ο Λούθιεν κι ο Όλιβερ κοιτάχτηκαν πριν στραφούν σε μια λεπτή σιλουέτα με μανδύα και κουκούλα που έστεκε δίπλα στον πάγκο. Γύρισε λίγο προς το μέρος τους κοιτάζοντας κάτω από τη χαμηλή κουκούλα και οι δυο φίλοι αντίκρισαν το αρσενικό μισοξωτικό που είχαν γνωρίσει το προηγούμενο βράδυ.