Выбрать главу

«Ξέρουν;» ρώτησε σιγά ο Όλιβερ.

«Υποψιάζονται», απάντησε εκείνος. «Δεν θα σας κατηγορήσουν ανοιχτά, βέβαια, με τόσους μάρτυρες τριγύρω».

«Φυσικά», απάντησε ο Όλιβερ. Ο Λούθιεν συνέχισε να κοιτάζει αδιάφορα μη θέλοντας να προδώσει την κρυφή συζήτηση, αλλά και χωρίς να πολυκαταλαβαίνει τι έλεγαν ο Όλιβερ και ο μισοξωτικός. Αν οι Κυκλωπιανοί είχαν υποψίες γι’ αυτόν και τον Όλιβερ, γιατί δεν πλησίαζαν να τους συλλάβουν; Είχε ζήσει αρκετά στο Μόντφορτ για να ξέρει ότι οι φρουροί δεν χρειάζονταν και πολλές αποδείξεις για να πιάσουν κάποιον. Οι περιπολίες Πραιτωριανών ήταν συχνό θέαμα στην περιοχή κοντά στο Τάινι Άλκοουβ, απ’ όπου συνήθως έφευγαν τραβώντας μαζί τους και κάποιον άτυχο κακοποιό.

«Υπάρχουν νέα», συνέχισε ο μισοξωτικός.

«Πες μου», άρχισε να λέει ο Όλιβερ, αλλά σταμάτησε στρεφόμενος αλλού καθώς πέρασε από κοντά τους μια ομάδα Κυκλωπιανών.

«Όχι τώρα», ψιθύρισε ο μισοξωτικός μόλις απομακρύνθηκαν οι φρουροί. «Η Σιόμπαν θα είναι πίσω από το Ντουέλφ με την ανατολή της σελήνης».

«Θα είμαστε εκεί», είπε ο Όλιβερ.

«Μόνο αυτός», απάντησε ο μισοξωτικός και ο Όλιβερ κοίταξε τον Λούθιεν. Όταν μετά γύρισε να κοιτάξει απορημένος τον μισοξωτικό, αυτός απομακρυνόταν κιόλας.

Ο Όλιβερ στράφηκε ξανά με έναν στεναγμό προς τον Λούθιεν και την πλατεία, μα τότε κατάλαβε την αιτία για την ξαφνική απομάκρυνση του μισοξωτικού. Οι Κυκλωπιανοί, έρχονταν πάλι, και αυτή τη φορά έδειχναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους δυο φίλους.

«Ο χάφλινγκ-παππούς μου», ψιθύρισε ο Όλιβερ στον Λούθιεν, «συνήθιζε να λέει ότι ο έξυπνος κλέφτης ξέρει πότε να φύγει, και ο ακόμα πιο έξυπνος κλέφτης ξέρει πώς να ξεφύγει». Ξεκίνησε πιάνοντας και τον Λούθιεν από το χέρι, αλλά σταμάτησε ξαφνικά καθώς οι Κυκλωπιανοί όρμησαν ξαφνικά και τους περικύκλωσαν.

«Κρύο, σήμερα», είπε ο ένας.

«Κάνετε τις τελευταίες σας αγορές για τον χειμώνα;» ρώτησε ένας άλλος.

Ο Όλιβερ πήγε να απαντήσει, αλλά σταμάτησε καθώς τον πρόλαβε ο Λούθιεν, που μίλησε κοιτάζοντας απευθείας στο μάτι τον Κυκλωπιανό.

«Αυτό ακριβώς κάνουμε», είπε. «Ο χειμώνας του Μόντφορτ είναι πιο κρύος για μερικούς από ό,τι για άλλους».

Ο μονόφθαλμος φάνηκε να μην καταλαβαίνει το σχόλιο του Λούθιεν, αλλά κι ο Όλιβερ επίσης δεν ήταν σίγουρος για το τι ακριβώς εννοούσε ο φίλος του. Δεν το ήξερε, αλλά τα τελευταία του σχόλια στο διαμέρισμα είχαν ανάψει μια σπίθα στην καρδιά του Λούθιεν, είχαν αγγίξει μια χορδή της καρδιάς του. Αισθανόταν φουσκωμένος από περηφάνια εκείνη τη στιγμή, έπαιζε τον ρόλο της Πορφυρής Σκιάς, του αθέατου υπερασπιστή των καταπιεσμένων, του ανθρώπου που αγόραζε παλτά για τα άστεγα παιδιά, του ανθρώπου που ήταν το μεγαλύτερο αγκάθι στο πλευρό των πλουσίων.

«Πόσο καιρό είστε στο Μόντφορτ;» ρώτησε ο Κυκλωπιανός με πονηρό ύφος, αναζητώντας κάποιο στοιχείο.

Ο Όλιβερ βγήκε μπροστά και τύλιξε το χέρι του γύρω από τη μέση του Λούθιεν. «Από τη μέρα που γεννήθηκε ο γιος μου», δήλωσε, ενώ ο Λούθιεν τον κοίταζε με γουρλωμένα μάτια. «Δυστυχώς, η καημένη η μητέρα του δεν άντεξε το μέγεθος του παιδιού».

Οι Κυκλωπιανοί κοιτάχτηκαν μπερδεμένοι χωρίς να έχουν πεισθεί. «Είναι πατέρας σου;» ρώτησε ο ένας τον Λούθιεν.

Αυτός αγκάλιασε τον Όλιβερ από τους ώμους. «Ο χάφλινγκ-μπαμπάς μου!» απάντησε μιμούμενος τη χαρακτηριστική προφορά του Όλιβερ.

«Και τι δουλειά…» άρχισε να λέει ο Κυκλωπιανός, αλλά ένας από τους συντρόφους του τον σταμάτησε πιάνοντάς του το χέρι, κάνοντας του νόημα να μην επιμείνει άλλο.

Το άγριο βλέμμα του κτηνάνθρωπου έσβησε καθώς κοίταξε γύρω του στην αγορά. Δεκάδες άνθρωποι, δυο-τρεις νάνοι και πέντε-έξι ξωτικά, παρακολουθούσαν με πρόσωπα σκυθρωπά, πολύ σκυθρωπά, και πολλοί μάλιστα απ’ αυτούς φορούσαν στη ζώνη τους στιλέτο ή σπαθί.

Χωρίς άλλη κουβέντα, οι Κυκλωπιανοί απομακρύνθηκαν γρήγορα.

«Τι έγινε;» ρώτησε ο Λούθιεν.

«Οι μονόφθαλμοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με ανθρώπους που έχουν ξαναβρεί την καρδιά τους», απάντησε ο Όλιβερ. «Πάμε να φύγουμε γρήγορα. Ο Κάτερ είχε δίκιο, δεν έπρεπε να κυκλοφορούμε σήμερα».

«Φίλησέ με». Η μελωδική φωνή αιφνιδίασε τον Λούθιεν, και το απρόσμενο αίτημα σχεδόν του έλυσε τα γόνατα.

Έμεινε να κοιτάζει μαρμαρωμένος την Σιόμπαν χωρίς να ξέρει τι να κάνει.

«Αφού θέλεις να με φιλήσεις!» είπε αυτή δηλώνοντας το προφανές.

«Ήρθα γιατί μου είπαν ότι έχεις κάποια νέα», της απάντησε ο Λούθιεν. Αμέσως μόλις βγήκαν τα λόγια από το στόμα του το μετάνιωσε. Τι ακατάλληλη στιγμή για να αλλάξει συζήτηση!

Η μισοξωτική σκλάβα φαινόταν ακόμη πιο όμορφη στο καημένο το παλληκάρι έτσι όπως στεκόταν μέσα στο φεγγαρόφωτο, στο στενό δρομάκι πίσω από το Ντουέλφ. Ο Λούθιεν κοίταξε πάνω από τον ώμο του, σαν να περίμενε να είναι κάπου εκεί κοντά ο Όλιβερ, αυτός όμως είχε μπει στο Ντουέλφ λέγοντας στον φίλο του να έλθει να τον βρει όταν θα τέλειωνε η συνάντησή του με τον Σιόμπαν.