Выбрать главу

Ο Λούθιεν την κοίταξε πάλι, μα τώρα το χαμόγελό της είχε σβήσει χωρίς ν’ αφήσει ούτε ίχνος.

«Ο νάνος…» άρχισε να λέει σκυθρωπή, αλλά σταμάτησε ξαφνικά καθώς ο Λούθιεν την πλησίασε απότομα και τη φίλησε στα χείλη. Μετά τραβήχτηκε πάλι πίσω ντροπιασμένος, αναζητώντας στην έκφραση της Σιόμπαν κάποια αντίδραση.

Αλλά ο μόνος που ένοιωθε αμηχανία ήταν ο Λούθιεν, ενώ η Σιόμπαν χαμογέλασε απλώς ήρεμα παραμερίζοντας τα μαλλιά από το πρόσωπό της. «Γιατί μου ζήτησες να το κάνω αυτό;» ρώτησε ο νεαρός χωρίς περιστροφές.

«Επειδή το ήθελες», απάντησε η Σιόμπαν.

Οι ώμοι του Λούθιεν κρεμάστηκαν όλο απογοήτευση.

»Και το ήθελα κι εγώ», παραδέχτηκε η Σιόμπαν. «Και είπα να τελειώνουμε».

«Να τελειώνουμε;» επανέλαβε ο Λούθιεν. Αυτό δεν ακουγόταν καθόλου ευοίωνο.

Η Σιόμπαν πήρε μια βαθιά ανάσα. «Υπάρχει κάτι που πρέπει να ξέρετε εσύ κι ο Όλιβερ…» άρχισε να του εξηγεί. Σταμάτησε, σαν να δυσκολευόταν να πει αυτό που ήθελε.

Ο Λούθιεν είχε αρχίσει να ανησυχεί σοβαρά. «Τι να ξέρουμε;» ρώτησε πλησιάζοντας την Σιόμπαν, αλλά αυτή τον σταμάτησε σηκώνοντας το χέρι και κάνοντας ένα βήμα πίσω.

«Ο νάνος», συνέχισε. «Αυτός που σας βοήθησε στην πλατεία Μόρκνεϊ. Τον έπιασαν οι Πραιτωριανοί και τον κλείδωσαν σε ένα μπουντρούμι. Σε λίγο θα δικαστεί».

Η έκφραση του Λούθιεν έγινε τελείως σοβαρή, ενώ τα χέρια του σφίγγονταν σε γροθιές. «Πού;» ρώτησε αποφασισμένα.

Η Σιόμπαν δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι ο νέος είχε σκοπό να τρέξει εκείνη τη στιγμή για να σώσει τον νάνο. Σήκωσε τους ώμους της με μια έκφραση ανημπόριας, πράγμα που έκοψε τη φόρα του Λούθιεν. «Οι Πραιτωριανοί έχουν πολλά μπουντρούμια», είπε. «Πάρα πολλά. Θα τον δικάσουν στη Μητρόπολη αύριο, μαζί με πολλούς άλλους. Και σίγουρα θα τον καταδικάσουν σε καταναγκαστικά έργα στα ορυχεία», πρόσθεσε.

Ο Λούθιεν είχε μπερδευτεί. Έμεινε σκεφτικός για λίγο προσπαθώντας να ξεμπερδέψει τα πράγματα και μετά κοίταξε με περιέργεια την Σιόμπαν. Πώς ήταν δυνατό να ξέρει για τον νάνο στην πλατεία Μόρκνεϊ; αναρωτήθηκε. Θα ’λεγε κανείς ότι η Σιόμπαν διάβαζε τη σκέψη του, γιατί φάνηκε πάλι στο πρόσωπό της εκείνο το παιχνιδιάρικο χαμόγελο.

«Σου είπα ότι οι καλές διασυνδέσεις έχουν πολλά πλεονεκτήματα», είπε, απαντώντας στην ερώτησή του Λούθιεν πριν εκείνος την θέσει. «Σκέφτηκα λοιπόν ότι θα πρέπει να μάθετε αυτό το νέο».

Ο Λούθιεν έκανε ένα καταφατικό νεύμα.

»Ο νάνος λέγεται Σάγκλιν», πρόσθεσε η Σιόμπαν. «Και φυσικά ήξερε ότι θα τον πιάσουν».

«Ήταν στην ομάδα σας;»

«Όχι», απάντησε η κοπέλα. «Ήταν ένας τεχνίτης, τίποτα παραπάνω».

Ο Λούθιεν κατένευσε πάλι, στην πραγματικότητα όμως δεν καταλάβαινε τίποτα. Γιατί να τους βοηθήσει ένας τεχνίτης νάνος αν ήξερε ότι θα τον πιάσουν και θα τον τιμωρήσουν;

«Πρέπει να φύγω», είπε η Σιόμπαν κοιτάζοντας τη θέση της σελήνης.

«Πότε θα σε ξαναδώ;» ρώτησε ανήσυχα ο Λούθιεν.

«Θα με ξαναδείς», είπε εκείνη γυρίζοντας για να φύγει.

«Σιόμπαν!» φώναξε ο Λούθιεν πιο δυνατά από όσο ήθελε —η επιθυμία του τον έκανε απρόσεκτο. Η όμορφη σκλάβα πλησίασε πάλι κοιτάζοντάς τον ερωτηματικά.

Ο Λούθιεν κοίταξε την πράσινη λάμψη των ματιών της μην μπορώντας να μιλήσει, αν και η έκφρασή του τα έλεγε όλα.

«Άλλο ένα φιλί;» ρώτησε εκείνη. Δεν είχε προλάβει να τελειώσει τη φράση της, κι ο Λούθιεν είχε ήδη κολλήσει πάνω της, με τα χείλια του ν’ αγγίζουν απαλά τα δικά της.

«Θα με ξαναδείς», τον πείραξε ξανά η Σιόμπαν καθώς τραβιόταν απαλά πίσω. Μετά εξαφανίστηκε, μια σκιά μέσα στο σκοτάδι.

«Είναι όλα ένα παιχνίδι», παραπονέθηκε ο Όλιβερ αργότερα εκείνο το βράδυ καθώς γύριζαν σπίτι με τον Λούθιεν, που είχε πιει μερικές μπίρες παραπάνω. «Δεν νομίζω να είσαι τόσο βλάκας ώστε να μην το καταλαβαίνεις αυτό;»

«Δεν με νοιάζει!» δήλωσε αποφασισμένα ο Λούθιεν, που η ομιλία του ήταν λίγο συγκεχυμένη λόγω του αλκοόλ.

«Δεν είναι τίποτα καινούριο αυτό, οι νάνοι συνέχεια κατηγορούνται, δικάζονται και καταδικάζονται σε καταναγκαστικά έργα στα ορυχεία», επέμεινε ο Όλιβερ. «Τους καταδικάζουν σε νόμιμη δουλεία, και αυτοί δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για να αντιδράσουν. Δεν καταλαβαίνεις; Με αυτό τον τρόπο έχει γίνει τόσο πλούσιο το Μόντφορτ».

«Δεν με νοιάζει!»

Ο Όλιβερ το φοβόταν ότι θα του απαντούσε κάτι τέτοιο ο Λούθιεν.

Το ίδιο βράδυ, πριν τα χαράματα, οι δυο φίλοι περπατούσαν αθόρυβα δίπλα στο διαχωριστικό τείχος της πόλης, κοντά στη Μητρόπολη. Πέρασαν εύκολα από την άλλη πλευρά του τοίχους και, ενώ προπορευόταν ο Όλιβερ που ήξερε την περιοχή, χώθηκαν στις σκιές κάτω από τη βόρεια πτέρυγα του ναού. Τώρα βρίσκονταν έξω από το εγκάρσιο σκέλος, το ένα από τα δύο που έδιναν στο κτίριο το σχήμα του σταυρού. Από αυτή την πλευρά υπήρχαν ελάχιστα κτίρια κοντά στη Μητρόπολη, με αποτέλεσμα να σχηματίζεται ένας ανοιχτός χώρος σαν πλατεία. «Πρέπει να πάμε από τη δυτική πλευρά», είπε ο Όλιβερ. Κοίταξε με προσοχή από τη γωνία και σύστησε στον Λούθιεν να κρύψει τον μανδύα.