Ο Λούθιεν υπάκουσε αφηρημένα. Ήταν η πρώτη φορά που πλησίαζε τόσο κοντά στη Μητρόπολη. Ένιωθε μικρός και ασήμαντος! Αντίκριζε για πρώτη φορά καθαρά, τις τεράστιες επίστεγες αντηρίδες και τις πολλές τερατόμορφες υδρορροές που προεξείχαν από τον τοίχο κι ατένιζαν με περιφρόνηση από ψηλά τους ασήμαντους ανθρώπους. Η Μητρόπολη του Μόντφορτ ήταν πελώρια και επιβλητική μέσα στο φως της αυγής που άρχιζε να δυναμώνει.
Λίγο μετά την ανατολή του ήλιου η πλατεία είχε γεμίσει από κόσμο, εμπόρους και τεχνίτες, αλλά και πολλούς Πραιτωριανούς. Ο Λούθιεν πρόσεξε ότι πολύς κόσμος είχε και τα παιδιά του μαζί.
«Είναι η τελευταία μέρα της βδομάδας», του εξήγησε ο Όλιβερ και ο Λούθιεν κατένευσε συνειδητοποιώντας ότι είχε περάσει άλλη μία εβδομάδα, η τελευταία του Σεπτεμβρίου. «Είναι η μέρα που πληρώνουν τους φόρους, γι’ αυτό φέρνουν και τα παιδιά τους μαζί, ελπίζοντας σε κάποιον οίκτο». Ο Όλιβερ άφησε έναν καγχασμό με ολοκάθαρο νόημα: πολύ δύσκολο να δείξουν οίκτο οι φοροεισπράκτορες.
Περίμεναν αθέατοι πίσω από την προεξοχή του εγκάρσιου σκέλους, καθώς από τη δυτική πλευρά του ναού οι φρουροί ξεκλείδωσαν και άνοιξαν τις ψηλές, δρύινες πόρτες. Ο κόσμος άρχισε να μπαίνει μέσα κατά ομάδες. Μεγαλόσωμοι Κυκλωπιανοί έστεκαν δεξιά και αριστερά από την πόρτα κάνοντας ερωτήσεις κι οδηγώντας τους άνδρες και τις οικογένειές τους σαν να ήταν κοπάδια προβάτων.
Ο Όλιβερ τράβηξε τον Λούθιεν πιο πίσω μέσα στις σκιές του τοίχου, καθώς ένα καραβάνι από άμαξες με σιδερένιες κλούβες έφτασε στην πλαϊνή είσοδο, στον βόρειο τοίχο της εγκάρσιας πτέρυγας του ναού, όπου υπήρχε άλλη μία εντυπωσιακή πόρτα, αν και όχι τόσο μεγάλη όσο η κεντρική είσοδος της δυτικής πλευράς. Πλήθος Πραιτωριανοί βγήκαν από τη Μητρόπολη για να παραλάβουν τους φυλακισμένους από τις κλούβες: τέσσερις άνδρες, τρεις γυναίκες και δύο νάνους, που όλοι φορούσαν τον ίδιο φαρδύ, γκρίζο χιτώνα πάνω από τα ρούχα τους, ανοιχτόν μπροστά. Ο Λούθιεν αναγνώρισε αμέσως τον νάνο ο οποίος τους είχε βοηθήσει. Ξεχώριζε από την πυκνή κατάμαυρη γενειάδα που ξεπρόβαλε από την κουκούλα, και από τα ρούχα που φορούσε κάτω από τον χιτώνα, το ίδιο δερμάτινο, αμάνικο χιτώνιο που είχε και εκείνο το πρωί στην πλατεία Μόρκνεϊ.
«Ο Σάγκλιν», ψιθύρισε. Ήταν το όνομα που του είχε πει η Σιόμπαν.
Έκανε νόημα στον Όλιβερ, αλλά αυτός τον κράτησε πίσω. Ο Λούθιεν τον κοίταξε ενοχλημένος.
«Είναι πάρα πολλοί», ψιθύρισε ο Όλιβερ δείχνοντας ένα κτίσμα στην απέναντι πλευρά της πλατείας. Ο Λούθιεν είδε κάμποσα άτομα να κινούνται μέσα, καθώς και δύο πρόσωπα που κάθονταν απ’ έξω στο λιθόστρωτο σαν ζητιάνοι, ένα συχνό θέαμα στην κάτω τμήμα της πόλης. Φορούσαν μακρύ χιτώνα και τα πρόσωπά τους ήταν κρυμμένα, αλλά όταν ο Λούθιεν τους κοίταξε πιο προσεκτικά, κατάλαβε την ανησυχία του Όλιβερ.
Όλοι τους είχαν φαρδιές πλάτες σαν πολεμιστές ή σαν Κυκλωπιανοί.
«Μας περιμένουν;» ψιθύρισε στο αυτί του Όλιβερ.
«Πρόκειται για μια εύκολη παγίδα», απάντησε αυτός. « Ένας εύκολος τρόπος για να απαλλαχτούν από κάποιο πρόβλημα που τους ενοχλεί όλο και περισσότερο. Ίσως να έχουν καταλάβει πόσο βλάκας μπορείς να φανείς».
Ο Λούθιεν τον αγριοκοίταξε, από την άλλη μεριά όμως, έτσι όπως στεκόταν δίπλα στον πανύψηλο ναό με το φως της μέρας να δυναμώνει γύρω τους και τους Πραιτωριανούς να τριγυρίζουν παντού στους δρόμους και τη Μητρόπολη, δεν μπορούσε να διαφωνήσει με τον Όλιβερ. Δεν ήθελε να φύγει, αλλά ούτε ήξερε τι θα μπορούσε να κάνει.
Όταν κοίταξε πάλι τον Όλιβερ, η απογοήτευση στο πρόσωπό του μετατράπηκε σε περιέργεια. Ο φίλος του είχε κρύψει το σακάκι, τα μαύρα παπούτσια και το καπέλο του στις μαγικές θήκες του “διαρρήκτη”, είχε σηκώσει ψηλά τα μπατζάκια του παντελονιού του και τώρα μόλις φορούσε ένα εμπριμέ γυναικείο φόρεμα. Μετά έβαλε μια περούκα από τρίχες αλόγου, μακριά και κατάμαυρη (ο Λούθιεν δεν μπορούσε να φανταστεί πού τη βρήκε) και, τέλος, τύλιξε κάμποσα πέπλα γύρω από το κεφάλι του για να κρύψει το μουστάκι και το γενάκι του.
Ο καλός μου ο Όλιβερ! σκέφτηκε ο Λούθιεν, και χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια για να συγκρατήσει τα γέλια του.