Выбрать главу

«Είμαι η παρθένα κόρη σου, έμπορε», του εξήγησε ο Όλιβερ δίνοντάς του ένα πουγκί με νομίσματα. Όταν ο Λούθιεν το άνοιξε για να κοιτάξει μέσα, τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα: τα νομίσματα ήταν χρυσά.

Ο Όλιβερ τον έπιασε αγκαζέ και, προχωρώντας φανερά πλέον, έστριψαν από τη γωνία του ναού και βγήκαν στον δρόμο. Αποφεύγοντας να πλησιάσουν τις άμαξες με τους φυλακισμένους και τους Κυκλωπιανούς, διέσχισαν την πλατεία κατευθυνόμενοι προς τη δυτική είσοδο της Μητρόπολης.

Ο Λούθιεν κοίταζε τη δυτική πλευρά του ναού μέχρι που έφτασαν στην πόρτα. Ο τοίχος εδώ δεν ήταν επίπεδος, είχε διαδοχικές εσοχές στις οποίες υπήρχαν όμορφα αγάλματα με ζωηρά χρώματα. Αυτές ήταν οι ιερές μορφές της θρησκείας του Λούθιεν: οι ήρωες της παλιάς εποχής, οι λαμπρές προσωπικότητες του Εριαντόρ. Πρόσεξε ότι είχαν καιρό να τους κάνουν συντήρηση, η μπογιά ήταν ξεφλουδισμένη σε πολλά σημεία, ενώ σε όλες σχεδόν τις εσοχές υπήρχαν φωλιές και κουτσουλιές πουλιών.

Ο Λούθιεν είχε αρχίσει να εξοργίζεται με την κατάσταση των αγαλμάτων, αλλά ξαφνικά τον έβγαλε από τις σκέψεις του ο Όλιβερ.

«Σου το είπα ότι θα αργήσουμε, μπαμπά!» είπε ο φίλος του μιλώντας με ψιλή, γυναικεία φωνή.

Ο Λούθιεν τον κοίταξε κατάπληκτος, αλλά συνήλθε αμέσως και στράφηκε στους δυο Κυκλωπιανούς φρουρούς που χαμογελούσαν. «Αργήσαμε;» ρώτησε.

«Φοβάται ότι θα τον στείλουν στα ορυχεία επειδή δεν ήρθε να πληρώσει τους φόρους του», είπε ο ένας από τους φρουρούς, κοιτάζοντας τον Όλιβερ με λάγνο ύφος. «Ή ότι ο Μόρκνεϊ ίσως και να του πάρει την κόρη του». Γέλασε χαιρέκακα και ο Λούθιεν μόλις που κρατήθηκε για να μη βγάλει το κρυμμένο ξίφος του.

Ο Όλιβερ τον σκούντησε δυνατά, και όταν ο Λούθιεν τον κοίταξε, ο Όλιβερ του έδειξε το πουγκί.

Ο νεαρός Μπέντγουιρ κατένευσε και έβγαλε μερικά χρυσά νομίσματα. Θα χρωστούσε μεγάλη χάρη στον Όλιβερ γι’ αυτό που έκανε. Ο Λούθιεν ήξερε καλά πόσο δύσκολο ήταν για τον φίλο του να αποχωριστεί τα παράνομα κέρδη του!

«Είστε σίγουροι ότι άργησα;» ρώτησε ο Λούθιεν τους Κυκλωπιανούς. Αυτοί τον κοίταξαν απορημένοι με την ερώτηση και τον πονηρό τόνο του.

Ο Λούθιεν κοίταξε δεξιά-αριστερά, πριν απλώσει το χέρι του με τα νομίσματα. Οι βραδύστροφοι μονόφθαλμοι κατάλαβαν επιτέλους.

«Άργησες;» είπε ο ένας. «Μπα, όχι, δεν άργησες». Παραμέρισε το ένα υψηλό θυρόφυλλο, ενώ ο σύντροφός του έπαιρνε τα νομίσματα.

Ο Λούθιεν και ο Όλιβερ μπήκαν σε έναν μικρό, ψηλοτάβανο προθάλαμο με άλλη μια διπλή πόρτα μπροστά τους. Ανάσαναν και οι δύο με ανακούφιση όταν οι Κυκλωπιανοί έκλεισαν τις έξω πόρτες πίσω τους, αφήνοντάς τους μόνους.

Ο Λούθιεν πήγε να πιάσει το χερούλι της εσωτερικής πόρτας, αλλά ο Όλιβερ τον σταμάτησε βάζοντας το δάχτυλο στα χείλη του. Όταν ακούμπησαν το αυτί τους στο ξύλινο θυρόφυλλο, άκουσαν μια δυνατή φωνή να φωνάζει ονόματα για να πλησιάσουν να πληρώσουν τον φόρο.

Καλά είχαν φτάσει ως εδώ, τι θα έκαναν όμως τώρα; αναρωτήθηκε ο Λούθιεν. Κοίταξε τον σύντροφό του, κι αυτός του έδειξε μ’ ένα νεύμα πίσω του. Ο νεαρός γύρισε και είδε ότι ο μικρός προθάλαμος δεν ήταν τελείως κλειστός. Στους δύο πλαϊνούς τοίχους του, γύρω στα τρία μέτρα ύψος από το δάπεδο, υπήρχαν ανοίγματα που οδηγούσαν σε κρυφούς διαδρόμους οι οποίοι, όπως φαίνεται, εκτείνονταν κατά μήκους του μπροστινού τοίχου του ναού.

Με τη βοήθεια της μαγικής αρπάγης ανέβηκαν στο άνοιγμα. Διασχίζοντας τον κρυφό διάδρομο συνάντησαν στον δρόμο τους αρκετά άλλα ανοίγματα που οδηγούσαν σε μια στοά που περιέβαλε τον ναό από την εξωτερική πλευρά. Προφανώς, μέσω αυτού του διαδρόμου προσέγγιζαν οι συντηρητές του κτιρίου τα πολλά αγάλματα και τα βιτρό της εκκλησίας, όταν αυτά χρειάζονταν καθάρισμα.

Ανέβηκαν μια στενή σκάλα, και μετά άλλη μία, όπου ένα πέρασμα οδηγούσε σε κάποιον θολωτό χώρο, μια γαλαρία από την οποία φαινόταν η κεντρική αίθουσα του ναού.

«Το τριφόριο», εξήγησε ο Όλιβερ στον φίλο του κλείνοντας το μάτι. Προφανώς, από εκείνο το σημείο, το οποίο βρισκόταν σε ύψος δεκαπέντε μέτρων από το δάπεδο της μεγάλης αίθουσας, θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν όλη τη διαδικασία χωρίς να γίνουν αντιληπτοί.

Ο Λούθιεν πρόσεξε ότι, αν και βρίσκονταν τόσο ψηλά από το έδαφος, η απόσταση που τους χώριζε από το σύμπλεγμα των πελώριων θόλων της εκπληκτικής οροφής του ναού ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Ο νεαρός Μπέντγουιρ αισθάνθηκε πάλι μικροσκοπικός και ασήμαντος, και τον έπιασε δέος μπροστά στο μέγεθος του καθεδρικού ναού.

Ο Όλιβερ είχε προχωρήσει, αλλά γύρισε πάλι όταν αντιλήφθηκε ότι ο Λούθιεν δεν τον ακολουθούσε.

«Γρήγορα», του ψιθύρισε, επαναφέροντας το παλληκάρι στην πραγματικότητα.

Προχώρησαν κολλημένοι στον πίσω τοίχο του τριφόριου. Στη μέση κάθε αψίδας υπήρχε κι από ένα φτερωτό, τερατόμορφο άγαλμα με γκροτέσκο, κερασφόρο κεφάλι που κοίταζε κάτω, προς τους πιστούς. Τα αγάλματα αυτά, όλα όμοια μεταξύ τους, ήταν μια σχετικά καινούργια προσθήκη στον ναό, κι ο Όλιβερ τα κοίταξε με φανερή δυσαρέσκεια ενώ ο Λούθιεν συμφωνούσε ολόψυχα μαζί του — αυτά τα δήθεν διακοσμητικά γλυπτά αποτελούσαν ένα μίασμα για την Μητρόπολη.