Έφτασαν αθόρυβα στη γωνία του τριφόριου, όπου η γαλαρία έστριβε δεξιά, προς το νότιο κλίτος του ναού. Διαγώνια απέναντι τους ο Λούθιεν είδε τους αυλούς ενός γιγάντιου εκκλησιαστικού οργάνου. Από κάτω τους ήταν το μέρος όπου στεκόταν κάποτε η χορωδία για να εξυμνεί τον Θεό. Τώρα στο ίδιο σημείο κυκλοφορούσαν Κυκλωπιανοί.
Το Θυσιαστήριο απείχε γύρω στα τριάντα μέτρα και υψωνόταν στο κέντρο μιας ημικυκλικής κόγχης στο ανατολικό άκρο του ναού. Αυτό το τμήμα του τεράστιου κτίσματος βρισκόταν ακριβώς στο σημείο όπου τα τείχη τα οποία χώριζαν την άνω και την κάτω πόλη ενώνονταν με την Μητρόπολη. Έτσι η κόγχη του Θυσιαστηρίου έβλεπε προς την κάτω πόλη, ενώ ο υπόλοιπος ναός βρισκόταν από την μέσα μεριά των τοιχών, στην αριστοκρατική συνοικία.
Τα σπειροειδή διακοσμητικά σχήματα της κόγχης οδήγησαν το βλέμμα του Λούθιεν προς τα πάνω, προς τον υψηλότερο, πυργοειδή θόλο του καθεδρικού ναού, και κατάλαβε ότι από το σημείο όπου βρισκόταν δεν μπορούσε να δει παρά μόνο το μισό εσωτερικό του πανύψηλου κτίσματος. Τίναξε το κεφάλι για να συγκεντρωθεί στον σκοπό τους και κοίταξε κάτω, τις μεγάλες ταπισερί της κόγχης και το Θυσιαστήριο.
Εκεί ο Λούθιεν είδε για πρώτη φορά τον διαβόητο δούκα Μόρκνεϊ του Μόντφορτ. Ο γέρος καθόταν σε μια άνετη πολυθρόνα πίσω από τον βωμό, φορώντας κόκκινο χιτώνα και έχοντας μια βαριεστημένη έκφραση.
Σε ένα βάθρο στη γωνία του χώρου αυτού, στεκόταν εκείνος που διάβαζε τον κατάλογο των φορολογουμένων, έχοντας δεξιά και αριστερά του δύο από τους πιο μεγαλόσωμους Κυκλωπιανούς που είχε δει ποτέ ο Λούθιεν. Ο αναγνώστης διάβαζε καθαρά ένα όνομα και σταματούσε, περιμένοντας να εμφανιστεί ο φορολογούμενος —στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ιδιοκτήτης μιας ταβέρνας της κάτω πόλης, τον οποίο αναγνώρισε ο Λούθιεν— και να πλησιάσει από την κεντρική αίθουσα στο Θυσιαστήριο με την προσφορά του.
Ο νεαρός Μπέντγουιρ αισθάνθηκε κάτι σαν ξινή γεύση στο στόμα του όταν ο ταβερνιάρης έδωσε ένα σακούλι με νομίσματα στον Κυκλωπιανό. Στεκόταν με το κεφάλι του σκυμμένο μέχρι που άδειασαν το σακούλι πάνω στον βωμό και μέτρησαν το περιεχόμενό του. Μετά, ανακοίνωσαν το ποσό στον Μόρκνεϊ, που έμεινε αμίλητος για μια στιγμή —ο νέος κατάλαβε ότι ήθελε απλώς να κάνει τον ταβερνιάρη να ιδρώσει από την αγωνία— και μετά κούνησε αφηρημένα το χέρι. Ο ταβερνιάρης επέστρεψε κυριολεκτικά τρέχοντας στη θέση του, μάζεψε τα δύο παιδιά που είχε φέρει μαζί του και βγήκε γρήγορα από τη Μητρόπολη.
Η διαδικασία αυτή επαναλήφθηκε πολλές φορές. Οι περισσότεροι φορολογούμενοι πήραν άδεια να φύγουν αφού πλήρωσαν, εκτός από έναν άτυχο άνδρα, έναν γέροντα μικροπωλητή που είχε πάγκο στην αγορά, και ο οποίος φαίνεται ότι δεν έδωσε αρκετά χρήματα ώστε να ευχαριστηθεί ο άπληστος δούκας. Ο Μόρκνεϊ ψιθύρισε κάτι στον Κυκλωπιανό δίπλα του και οι φρουροί έπιασαν τον γέρο και τον απομάκρυναν σέρνοντάς τον. Μια γριά —η γυναίκα του μάλλον— πετάχτηκε όρθια από ένα κάθισμα φωνάζοντας διαμαρτυρίες.
Οι φρουροί την έπιασαν κι αυτή.
«Ευχάριστο θέαμα», ψιθύρισε ο Όλιβερ από δίπλα.
Στα μισά περίπου της διαδικασίας, δύο ώρες αφότου ανέβηκαν ο Λούθιεν και ο Όλιβερ στο τριφόριο, ο Μόρκνεϊ σήκωσε το κοκαλιάρικο χέρι του. Ο άνθρωπος που διάβαζε τα ονόματα κατέβηκε από το βάθρο και πήρε τη θέση του ένας άλλος.
«Τους φυλακισμένους!» φώναξε, και κάμποσοι Κυκλωπιανοί βγήκαν μπροστά από τα πρώτα καθίσματα τραβώντας πίσω τους τους αλυσοδεμένους κρατούμενους.
«Να και ο σωτήρας μας», είπε ο Όλιβερ, διακρίνοντας τον δασύτριχο νάνο. «Έχεις καμία ιδέα για το πώς θα τον πλησιάσουμε;»
Ο φανερά σαρκαστικός του τόνος θύμωσε τον Λούθιεν, που όμως δεν ήξερε τι να απαντήσει. Προφανώς ο φίλος του είχε δίκιο, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να βοηθήσει τον νάνο, τίποτα απολύτως. Έβλεπε τουλάχιστον σαράντα Κυκλωπιανούς μέσα στον ναό και σίγουρα θα υπήρχαν πολλοί άλλοι κάπου εκεί κοντά, χωρίς να μετράμε εκείνους που είχαν έλθει με τις άμαξες στη βόρεια είσοδο. Αυτό, συν το γεγονός ότι ο Μόρκνεϊ σύμφωνα με τις φήμες ήταν ένας ισχυρός μάγος, σήμαινε ότι θα ήταν εξωπραγματική οποιαδήποτε σκέψη ή σχέδιο για να σώσουν τον Σάγκλιν.
Διαβάστηκαν οι κατηγορίες και επιβλήθηκαν διάφορες ποινές καταναγκαστικών έργων. Τέσσερις άνδρες θα οδηγούνταν με ένα καραβάνι μέχρι το Πρινστάουν και, ο Όλιβερ, πληροφόρησε τον Λούθιεν πως όταν θα έφταναν στην πόλη του Άβον, μάλλον θα τους πουλούσαν στον στρατό. Τρεις γυναίκες καταδικάστηκαν να δουλεύουν υπηρέτριες σε διάφορους εμπόρους, φίλους του δούκα — εδώ ο Όλιβερ δεν χρειάστηκε να εξηγήσει στον Λούθιεν την τρομερή μοίρα που τις περίμενε. Και οι νάνοι, όπως ήταν φυσικό, καταδικάστηκαν σε πολυετείς ποινές καταναγκαστικών έργων στα ορυχεία.