«Η φιλοσοφική λίθος!» απάντησε αμέσως ο Χάρι. «Μα βέβαια... το φίλτρο της αιώνιας νεότητας! Δεν καταλαβαίνω, όμως, ποιος...»
«Δεν μπορείς να θυμηθείς κανέναν που να περίμενε πολλά χρόνια για να ξαναβρεί τη δύναμη του;» τον ρώτησε ο Φιρέντσε. «Κάποιον που να γαντζώθηκε με μανία από τη ζωή, περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία;»
Ο Χάρι ένιωσε λες κι ένα τεράστιο σιδερένιο χέρι να έσφιγγε ξαφνικά την καρδιά του. Πάνω από το θρόισμα των φύλλων, νόμιζε πως άκουγε τη φωνή του Χάγκριντ και τα λόγια που του είχε πει το πρώτο βράδυ που γνωρίστηκαν: «Μερικοί λένε πως έχει πεθάνει. Σαχλαμάρες, λέω εγώ! Γιατί έστω και για να πεθάνει κανείς, χρειάζεται να νιώθει λίγο άνθρωπος, να έχει μέσα του λίγη ανθρωπιά...»
«Θέλεις να πεις», ρώτησε βραχνά ο Χάρι τον Κένταυρο, «πως... πως αυτός ήταν ο Βολ...»
«Χάρι! Χάρι, είσαι καλά;»
Από το βάθος του μονοπατιού φάνηκε να πλησιάζει τρέχοντας η Ερμιόνη, με τον Χάγκριντ να ακολουθεί λαχανιασμένος πίσω της.
«Καλά είμαι», αποκρίθηκε μηχανικά ο Χάρι, με το μυαλό του ακόμη αλλού. «Ο μονόκερος, όμως, είναι νεκρός, Χάγκριντ... εκεί πίσω, σ' ένα μικρό ξέφωτο...»
«Εδώ θα σε αφήσω», μουρμούρισε ο Φιρέντσε στον Χάρι, καθώς ο Χάγκριντ έφευγε τρέχοντας για να βρει το μονόκερο. «Δεν κινδυνεύεις τώρα».
Ο Χάρι γλίστρησε από τη ράχη του.
«Καλή τύχη, Χάρι Πότερ», του είπε ο Κένταυρος. «Ακόμη κι εμείς, οι Κένταυροι, έχουμε κι άλλες φορές διαβάσει λάθος τους πλανήτες. Ελπίζω κάτι τέτοιο να 'γινε κι αυτή τη φορά...»
Έκανε στροφή κι άρχισε να καλπάζει, ώσπου εξαφανίστηκε μέσα στα δέντρα, αφήνοντας τον Χάρι να τρέμει με όσα του είχε πει. Ο Ρον είχε αποκοιμηθεί στη μισοσκότεινη αίθουσα αναψυχής μέχρι να γυρίσουν. Όταν ο Χάρι τον σκούντησε, ξύπνησε αμέσως και τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα, καθώς ο Χάρι άρχισε να του διηγείται όλα όσα είχαν συμβεί στο δάσος. Η Ερμιόνη άκουγε κι αυτή.
Ο Χάρι ήταν τόσο αναστατωμένος, που δεν μπορούσε να καθίσει και πηγαινοερχόταν ανάμεσα στις πολυθρόνες, ενώ ταυτόχρονα μιλούσε.
«Ο καθηγητής Σνέιπ θέλει τη φιλοσοφική λίθο για τον Βόλντεμορτ... κι ο Βόλντεμορτ περιμένει κρυμμένος στο δάσος...» συνέχισε ο Χάρι. «Εμείς νομίζαμε πως ο Σνέιπ την ήθελε για τον εαυτό του... για να γίνει πλούσιος και αθάνατος, αλλά κάναμε λάθος...»
«Μη λες αυτό το όνομα!» τον διέκοψε τρομαγμένος ο Ρον, φοβούμενος πως ο Βόλντεμορτ μπορεί να τους άκουγε.
Ο Χάρι, όμως, δεν τον πρόσεχε.
«Ο Κένταυρος Φιρέντσε μ' έσωσε, αλλά δεν έπρεπε να το κάνει...» συνέχιζε ο Χάρι. «Ο άλλος Κένταυρος, ο Μπέιν, θύμωσε μαζί του και του είπε πως δεν έπρεπε ν' ανακατεύεται στις αποφάσεις των πλανητών... Οι πλανήτες, λοιπόν, πρέπει να έδειξαν πως ο Βόλντεμορτ θα ξαναγυρίσει... Ο Μπέιν θεωρούσε πως ο Φιρέντσε έπρεπε ν' αφήσει τον Βόλντεμορτ να με σκοτώσει... Φαίνεται πως κι αυτό είναι γραμμένο στους πλανήτες...»
«Σταμάτα πια να λες αυτό το όνομα!» φώναξε ο Ρον.
«Το μόνο, λοιπόν, που μου μένει να κάνω», συνέχιζε ακάθεκτος ο Χάρι, «είναι να περιμένω πότε ο Σνέιπ θα κλέψει τη φιλοσοφική λίθο... Τότε ο Βόλντεμορτ θα ξαναγυρίσει και θα μ' αποτελειώσει. Ασφαλώς αυτό θα ευχαριστήσει πολύ τον Κένταυρο Μπέιν...»
Η Ερμιόνη, παρά το ότι έμοιαζε πολύ τρομαγμένη, έκανε μια προσπάθεια να τον παρηγορήσει.
«Χάρι», του είπε, «όλοι λένε πως ο Ντάμπλντορ είναι ο μόνος τον οποίο ο Ξέρεις-Ποιος φοβήθηκε ποτέ. Με τον Ντάμπλντορ διευθυντή στο "Χόγκουαρτς", ο Ξέρεις-Ποιος δε θα τολμήσει να σε πειράξει. Κι εξάλλου, ποιος το λέει πως οι Κένταυροι έχουν πάντα δίκιο; Αυτό που κάνουν, μοιάζει με πρόβλεψη του μέλλοντος κι η καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ λέει πως αυτή είναι μια πολύ ανακριβής μορφή μαγείας...»
Είχε πια αρχίσει να ξημερώνει, όταν τα τρία παιδιά σταμάτησαν να μιλούν. Ξάπλωσαν στα κρεβάτια τους πολύ κουρασμένα. Όμως τα παράξενα αυτής της νύχτας δεν είχαν τελειώσει ακόμη.
Όταν ο Χάρι ανασήκωσε το σεντόνι του, βρήκε από κάτω τον αόρατο μανδύα του, προσεκτικά διπλωμένο, καθώς κι ένα σύντομο σημείωμα καρφιτσωμένο επάνω του:
Μπορεί να σου χρειαστεί.
16. Μέσα από την καταπακτή
Στα χρόνια που θ' ακολουθούσαν, ο Χάρι δε θα μπορούσε ποτέ να θυμηθεί πώς τα κατάφερε να περάσει τις εξετάσεις, ενώ περίμενε κάθε στιγμή ν' ανοίξει κάποια πόρτα και να βρεθεί μπροστά στον Βόλντεμορτ. Κι όμως, οι μέρες συνέχισαν να περνούν ήρεμα. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία ότι ο Λουλούκος ήταν ακόμη ζωντανός πίσω από την κλειδωμένη πόρτα του.
Η ζέστη ήταν τώρα δυνατή, ιδίως στη μεγάλη αίθουσα όπου έδιναν τις γραπτές εξετάσεις. Τους είχαν, μάλιστα, δώσει καινούριες πένες με φτερό, εφοδιασμένες μ' ένα ειδικό ξόρκι που εμπόδιζε την αντιγραφή.