Выбрать главу

«Νέβιλ!» είπε αγριεμένος ο Ρον, «άσε τις βλακείες και φύγε από το άνοιγμα!»

«Δεν είναι καθόλου βλακείες!» αποκρίθηκε εκείνος. «Νομίζω πως δεν πρέπει να παραβείτε άλλους κανονισμούς. Εξάλλου εσύ ο ίδιος, Ρον, μου είπες πως δεν πρέπει να υποχωρώ πάντα!»

«Ναι, αλλά όχι αυτή τη φορά!» φώναξε έξαλλος ο Ρον. «Νέβιλ, δεν ξέρεις τι κάνεις!»

Κατόπιν έκανε ένα απειλητικό βήμα προς το μέρος του κι ο Νέβιλ άφησε να του πέσει ο βάτραχος, ο οποίος εξαφανίστηκε αμέσως μ' ένα μεγάλο πήδημα.

«Εμπρός λοιπόν, χτύπησε με!» είπε μετά ο Νέβιλ, υψώνοντας τις σφιγμένες γροθιές του. «Είμαι έτοιμος!»

Ο Χάρι γύρισε στην Ερμιόνη.

«Κάνε κάτι», την παρακάλεσε.

Η Ερμιόνη πλησίασε τον Νέβιλ.

«Λυπάμαι πολύ γι' αυτό», του είπε. «Ειλικρινά».

Κατόπιν σήκωσε το μαγικό ραβδί της.

«Πετρίφικους Τόταλους!» φώναξε, αγγίζοντας τον με την άκρη τόυ μαγικού ραβδιού της.

Αμέσως ο Νέβιλ τινάχτηκε, καθώς τα χέρια κόλλησαν στα πλευρά του και τα πόδια του ενώθηκαν. Κατόπιν, ίσιος σαν σανίδα, έπεσε με θόρυβο στο πάτωμα.

Η Ερμιόνη έτρεξε αμέσως κοντά του και τον γύρισε ανάσκελα. Τα σαγόνια του Νέβιλ ήταν κολλημένα και δεν μπορούσε να μιλήσει. Μόνο τα μάτια του έκαναν κινήσεις και κοίταζαν όλους με φρίκη.

«Τι του 'κανες;» ψιθύρισε ο Χάρι.

«Είναι το ξόρκι της απόλυτης ακινησίας», αποκρίθηκε η Ερμιόνη. «Νέβιλ, αληθινά λυπάμαι...»

«Ήταν απαραίτητο, Νέβιλ», είπε ό Χάρι. «Και δεν υπάρχει τώρα χρόνος για να σου εξηγήσω...»

Όμως η εφαρμογή του σχεδίου τους δεν άρχιζε καλά, με τον Νέβιλ ακίνητο στο πάτωμα.

Παρ' όλ' αυτά ξεκίνησαν για τον τρίτο όροφο. Ο εκνευρισμός τους ήταν μεγάλος· θαρρούσαν πως κάθε πανοπλία έμοιαζε με τον επιστάτη Φιλτς και κάθε πνοή ανέμου με τον Πιβς.

Όταν έφτασαν στο πρώτο κομμάτι της σκάλας, είδαν τη γάτα, την κυρία Νόρις, να κόβει βόλτες στο κεφαλόσκαλο.

«Ας της δώσουμε μια γερή κλοτσιά!» ψιθύρισε ο Ρον στο αφτί του Χάρι, αλλά εκείνος του απάντησε με μιαν αρνητική κίνηση του κεφαλιού. Καθώς τα τρία παιδιά, κρυμμένα κάτω από τον αόρατο μανδύα, συνέχισαν ν' ανεβαίνουν τη σκάλα περνώντας προσεκτικά δίπλα από τη γάτα, η γάτα γύρισε επάνω τους τα τεράστια, φωτεινά μάτια της, αλλά δεν έκανε καμιά κίνηση.

Είχαν πια φτάσει στην αρχή της σκάλας που οδηγούσε στον τρίτο όροφο. Και, ξάφνου, να μπροστά τους ο Πιβς, να ανεβαίνει αργά τα σκαλοπάτια ζαρώνοντας κάθε τόσο το χαλί, ώστε όποιος προσπαθούσε να το περάσει, να σκόνταφτε και να 'πεφτε.

«Ποιος είναι εδώ;» ρώτησε άγρια, καθώς τα τρία παιδιά τον πλησίαζαν προσεκτικά. Μετά μισόκλεισε με κακία τα κατάμαυρα μάτια του. «Ξέρω ότι είσαι εδώ, έστω κι αν δε σε βλέπω!» συνέχισε. «Τι είσαι, λοιπόν; Φάντασμα; Ή κανένας χαζός μαθητής;»

Μετά σηκώθηκε απότομα στον αέρα κι άρχισε να κόβει βόλτες πάνω από τα κεφάλια τους.

«Πρέπει να φωνάξω τον Φιλτς!» μονολογούσε δυνατά ο Πιβς. «Αν αυτό που περπατάει εδώ είναι αόρατο, ο Φιλτς είναι ό,τι του χρειάζεται!»

Μια καλή ιδέα πέρασε ξαφνικά από το μυαλό του Χάρι.

«Πιβς», είπε, κάνοντας τη φωνή του βραχνή και ψιθυριστή, «ο Ματωμένος Βαρόνος έχει τους λόγους του που είναι αόρατος!»

Ο Πιβς παραλίγο να πέσει κάτω από την έκπληξη.

«Συγγνώμη, κύριε Βαρόνε!» είπε σχεδόν παρακαλεστά ο Πιβς. «Δε σας είδα... Θέλω να πω, βέβαια δε σας είδα, αφού είστε αόρατος... αλλά δεν κατάλαβα πώς...»

«Έχω δουλειά εδώ, Πιβς!» τον έκοψε ο Χάρι-Βαρόνος. «Απόψε θέλω να πας αλλού...»

«Και βέβαια, κύριε! Αμέσως, κύριε!» απάντησε ο Πιβς, ενώ υψωνόταν ακόμη περισσότερο στον αέρα. «Δε θα σας ενοχλήσω άλλο...»

Και πέταξε μακριά, όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

«Καταπληκτικό, Χάρι!» ψιθύρισε ο Ρον.

Λίγες στιγμές αργότερα έφτασαν στο διάδρομο του τρίτου ορόφου. Η πόρτα του δωματίου όπου φυλαγόταν η πέτρα ήταν κιόλας μισάνοιχτη.

«Ορίστε!» είπε μ' απογοήτευση ο Χάρι. «Ο Σνέιπ πέρασε κιόλας μπροστά από τον Λουλούκο...»

Η θέα της μισάνοιχτης πόρτας έκανε τα τρία παιδιά να συνειδητοποιήσουν ξαφνικά τι τα περίμενε. Ο Χάρι γύρισε στους άλλους δυο.

«Αν θέλετε να γυρίσετε πίσω, δε θα σας κατηγορήσω», τους είπε. «Μπορείτε να πάρετε και το μανδύα. Εγώ δε θα τον χρειαστώ πια...»

«Μη λες βλακείες!» αποκρίθηκε ο Ρον.

«Θα 'ρθούμε κι εμείς!» πρόσθεσε η Ερμιόνη.

Ο Χάρι έσπρωξε τη μισάνοιχτη πόρτα.

Αμέσως ακούστηκαν δυνατά ρουθουνίσματα, ενώ τα τρία μουσούδια του τεράστιου σκύλου γύρισαν προς το μέρος τους, παρόλο που δεν μπορούσε να τους δει.

«Τι είναι αυτό στα πόδια του;» ψιθύρισε η Ερμιόνη.

«Μοιάζει με άρπα», αποκρίθηκε ο Ρον. «Θα την άφησε ο Σνέιπ, αφού τον αποκοίμισε...»

«Ετοιμάζεται, όμως, να ξυπνήσει», παρατήρησε ο Χάρι. «Θα παίξω αμέσως».