Выбрать главу

Και φέρνοντας τη φλογέρα στα χείλη του, έπαιξε μερικές νότες. Τα μισάνοιχτα βλέφαρα του Λουλούκου βάρυναν. Και καθώς ο Χάρι συνέχισε να του παίζει νότες με τη φλογέρα του, τα τρία κεφάλια του χαμήλωσαν, τα πόδια του χαλάρωσαν και βυθίστηκε σε Βαθύ ύπνο.

«Μη σταματήσεις να παίζεις!» ψιθύρισε ο Ρον στον Χάρι, καθώς κι οι τρεις έβγαζαν το μανδύα και προχωρούσαν προς την καταπακτή. Καθώς περνούσαν σε απόσταση αναπνοής από τα τρία κεφάλια του τεράστιου ζώου, ένιωσαν τη φρικτή μυρωδιά της βαριάς ανάσας του.

«Θα τα καταφέρουμε να σηκώσουμε αυτή την πλάκα;» ψιθύρισε ανήσυχος ο Ρον. «Ερμιόνη, θέλεις να περάσεις πρώτη;»

«Όχι, δε θέλω».

«Καλά. Εμπρός, Λοιπόν!» είπε ο Ρον.

Και σφίγγοντας αποφασιστικά τα δόντια του, πέρασε πάνω από τα πόδια του Λουλούκου, έπιασε το σιδερένιο κρίκο στη μέση της πλάκας και τον τράβηξε με όλη του τη δύναμη. Η πλάκα σηκώθηκε, φανερώνοντας το άνοιγμα της καταπακτής.

«Βλέπεις τίποτα;» ρώτησε μ' αγωνία η Ερμιόνη.

«Όχι... μόνο σκοτάδι... Δεν έχει σκαλοπάτια, θα πρέπει να πηδήσουμε...» απάντησε ο Ρον.

Ο Χάρι, που ακόμη έπαιζε φλογέρα, άγγιξε με το ένα χέρι του τον Ρον και μετά έδειξε τον εαυτό του.

«Θέλεις να πηδήσεις πρώτος;» τον ρώτησε τότε εκείνος. «Είσαι σίγουρος; Δεν ξέρουμε πόσο βαθιά είναι... Δώσε όμως τη φλογέρα στην Ερμιόνη, για να μην ξυπνήσει ο Λουλούκος...»

Ο Χάρι υπάκουσε. Στις λίγες στιγμές σιωπής που ακολούθησαν, ο τερατόμορφος σκύλος κουνήθηκε και γρύλισε, μόλις όμως η Ερμιόνη άρχισε να του παίζει, ξανάπεσε σε βαθύ ύπνο.

Ο Χάρι πλησίασε στο άνοιγμα της καταπακτής και κοίταξε κάτω. Δεν μπορούσε να δει τίποτα. Ήταν άσκοπο να χάνει περισσότερο χρόνο. Προσεκτικά, αφέθηκε να γλιστρήσει στην τρύπα. Κρεμάστηκε κι έπιασε την άκρη της με τα δάχτυλα του. Κατόπιν κοίταξε τον Ρον και είπε: «Αν πάθω τίποτα, μη μ' ακολουθήσετε. Φύγετε αμέσως και στείλτε την κουκουβάγια μου στον Ντάμπλντορ. Σύμφωνοι;»

«Σύμφωνοι», αποκρίθηκε ο Ρον.

«Θα σας δω σε λίγο. Τουλάχιστον, το ελπίζω...»

Ο Χάρι άφησε τα χέρια του. Άρχισε να πέφτει. Κρύος αέρας τον τύλιξε καθώς έπεφτε... κι έπεφτε... κι έπεφτε... ώσπου... μπαφ!

Είχε πέσει πάνω σε κάτι μαλακό. Ανακάθισε και κοίταξε γύρω του. Δεν μπορούσε να δει τίποτε ακόμη, γιατί τα μάτια του δεν είχαν συνηθίσει στο μισοσκόταδο. Είχε όμως την εντύπωση πως καθόταν επάνω σε κάποιο φυτό.

«Εντάξει!» φώναξε κοιτάζοντας προς τα πάνω, προς το μικρό αλλά φωτεινό άνοιγμα της καταπακτής. «Είναι μαλακά εδώ, μπορείτε να πηδήσετε».

Ο Ρον πήδησε αμέσως κι έπεσε ανάσκελα δίπλα στον Χάρι.

«Πού πέσαμε;» τον ρώτησε αμέσως.

«Δεν ξέρω, κάποιο φυτό θα είναι. Ίσως βρίσκεται εδώ για να μη σκοτώνεται όποιος πηδά κάτω...» αποκρίθηκε εκείνος. «Έλα, Ερμιόνη!»

Η φλογέρα σταμάτησε. Ακούστηκε ένα νυσταλέο γάβγισμα. Όμως η Ερμιόνη είχε κιόλας πηδήσει. Έπεσε από την άλλη μεριά από αυτή που είχε πέσει ο Ρον.

«Πρέπει να είμαστε χιλιόμετρα κάτω από το σχολείο», είπε.

«Ευτυχώς που είναι εδώ αυτό το φυτό», πρόσθεσε ο Ρον. «Αλλιώς μπορεί να...»

«Ευτυχώς!» φώναξε ξαφνικά η Ερμιόνη. «Για κοίτα πώς γίνατε!»

Μιλώντας, είχε πεταχτεί όρθια και πάλευε να φτάσει στον πιο κοντινό τοίχο. Ήταν αναγκασμένη να παλεύει, γιατί, από τη στιγμή που είχε πέσει επάνω του, το μαλακό φυτό είχε αρχίσει να τυλίγει τα λεπτά βλαστάρια του γύρω από τους αστραγάλους της. Όσο για τον Χάρι και τον Ρον, τα δικά τους πόδια ήταν κιόλας σφιχτά τυλιγμένα από μακριά πράσινα πλοκάμια, χωρίς να το έχουν πάρει είδηση.

Η Ερμιόνη κατάφερε να ελευθερωθεί προτού το φυτό τυλιχτεί γερά επάνω της. Και τώρα παρακολουθούσε με φρίκη τα δυο αγόρια, να παλεύουν απεγνωσμένα να ξετυλίξουν τα πράσινα πλοκάμια από πάνω τους. Όσο πάλευαν όμως, τόσο τα πλοκάμια τυλίγονταν πιο σφιχτά γύρω τους.

«Μείνετε ακίνητοι!» τους διέταξε η Ερμιόνη. «Ξέρω τι είναι... Είναι η παγίδα του σατανά!»

«Αχ, πόσο χαίρομαι που τώρα ξέρω τ' όνομα του!» φώναξε ειρωνικά ο Ρον, καθώς έγερνε προς τα πίσω για να εμποδίσει ένα πλοκάμι να τυλιχτεί στο λαιμό του.

«Μη μιλάς! Προσπαθώ να θυμηθώ το ξόρκι για να το σκοτώσω!» αποκρίθηκε βιαστικά η Ερμιόνη.

«Τότε, βιάσου! Δεν μπορώ ν' αναπνεύσω!» φώναξε ο Χάρι, παλεύοντας με το φυτό, το οποίο είχε τώρα τυλιχτεί γύρω από το στήθος του.

«Παγίδα του σατανά... Παγίδα του σατανά... Τι μας είπε ο καθηγητής Σπράουτ; Πως του αρέσει το σκοτάδι... κι η υγρασία...»

«Τότε άναψε μια φωτιά!» είπε ο Χάρι με πνιχτή φωνή.

«Ναι, βέβαια... Αλλά πού να βρω ξύλα;» φώναξε η Ερμιόνη, σφίγγοντας τα χέρια της από απελπισία.

«Τρελάθηκες;» ούρλιαξε ο Ρον. «Είσαι μάγισσα ή όχι;»

«Α, ναι», είπε ανακουφισμένη η Ερμιόνη κι έβγαλε το μαγικό ραβδί της. Το κούνησε τρεις φορές στον αέρα, μουρμούρισε κάποιες λέξεις κι έστειλε προς το επικίνδυνο φυτό τις ίδιες μπλε φλόγες που είχε χρησιμοποιήσει και στον καθηγητή Σνέιπ. Αμέσως τα δυο αγόρια ένιωσαν τα πλοκάμια του να χαλαρώνουν, καθώς το φυτό προσπαθούσε ν' απομακρυνθεί από το φως και τη ζέστη. Σε λίγα λεπτά είχε ζαρώσει σε μιαν άκρη. Έτσι ο Χάρι κι ο Ρον, ελευθερωμένοι πια, μπόρεσαν να πάνε κοντά στην Ερμιόνη.