Выбрать главу

«Ευτυχώς που είσαι καλή στη βοτανολογία, Ερμιόνη!» είπε μ' ανακούφιση ο Χάρι, σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το μέτωπο του.

«Κι ευτυχώς που ο Χάρι δε χάνει την ψυχραιμία του εύκολα!» πρόσθεσε ο Ρον. «Ακούς, πού θα βρω ξύλα!»

«Από δω!» είπε ο Χάρι, δείχνοντας ένα πλακόστρωτο μονοπάτι, το οποίο φαινόταν να είναι η μοναδική έξοδος.

Το μόνο που ακουγόταν τώρα, εκτός από τα βήματα των τριών παιδιών, ήταν ο απαλός ήχος από σταγόνες νερού που έπεφταν. Το μονοπάτι ήταν κατηφορικό και θύμισε στον Χάρι τους υπόγειους διαδρόμους στην τράπεζα Γκρίνγκοτς. Μ' ένα δυσάρεστο σφίξιμο στη καρδιά, θυμήθηκε τους δράκους που φύλαγαν τα χρηματοκιβώτια της τράπεζας. Αν συναντούσαν τώρα ένα δράκο, ένα μεγάλο δράκο...

«Ακούς τίποτα;» ρώτησε ψιθυριστά ο Ρον.

Ο Χάρι τέντωσε τ' αφτιά του. Ένα περίεργο θρόισμα ερχόταν από κάπου μπροστά τους.

«Λες να είναι κανένα φάντασμα;» ξαναρώτησε ο Ρον.

«Δεν ξέρω... Σαν φτερούγισμα μου φαίνεται...» του απάντησε ο Χάρι.

«Βλέπω φως μπροστά... κάτι κινείται...» είπε τότε ο Ρον.

Στο μεταξύ τα τρία παιδιά είχαν φτάσει στο τέλος του μονοπατιού. Ένα φωτισμένο δωμάτιο ανοιγόταν μπροστά τους. Το θολωτό ταβάνι του, πάρα πολύ ψηλό, ήταν γεμάτο από μικρά πουλιά σε ζωηρά χρώματα, που φτερούγιζαν εδώ κι εκεί. Στην απέναντι μεριά του δωματίου φαινόταν μια χοντρή ξύλινη πόρτα.

«Λες να μας επιτεθούν, αν προσπαθήσουμε να περάσουμε;» ρώτησε ο Ρον.

«Πολύ πιθανό», αποκρίθηκε ο Χάρι. «Δε μοιάζουν για άγρια, αλλά αν πέσουν όλα μαζί επάνω μας... Πρέπει, όμως, να το διακινδυνέψουμε... Θα τρέξω πρώτος εγώ...»

Κατόπιν ο Χάρι πήρε μια βαθιά ανάσα, σκέπασε το πρόσωπο του με τα χέρια του και διέσχισε τρέχοντας το δωμάτιο. Περίμενε να νιώσει επάνω του τσιμπήματα από σκληρά ράμφη, αλλά τίποτα δεν έγινε. Έφτασε στην πόρτα, γύρισε το πόμολο, αλλά ήταν κλειδωμένη.

Οι άλλοι δυο πέρασαν κι αυτοί τρέχοντας. Δοκίμασαν κι αυτοί ν' ανοίξουν την πόρτα, αλλά δεν κατάφεραν τίποτα, ούτε καν όταν η Ερμιόνη δοκίμασε το ξόρκι «Αλοχομόρα».

«Και τώρα, τι κάνουμε;» ρώτησε ο Ρον.

«Αυτά τα πουλιά», παρατήρησε η Ερμιόνη. «Δεν μπορεί να είναι εδώ τυχαία...»

Τα τρία παιδιά σήκωσαν το βλέμμα τους κι άρχισαν να παρατηρούν τα ζωηρόχρωμα πουλιά.

«Μα... μα αυτά δεν είναι πουλιά!» φώναξε ξαφνικά ο Χάρι. «Κλειδιά είναι! Κλειδιά με φτερά... Κοιτάξτε τα καλά! Το βλέπετε τώρα; Κι αφού είναι κλειδιά... σημαίνει πως... μας χρειάζονται σκουπόξυλα, για να μπορέσουμε να πετάξουμε κι εμείς και να πιάσουμε το κλειδί που ταιριάζει σ' αυτή την πόρτα!»

«Μα εδώ υπάρχουν χιλιάδες κλειδιά!» παρατήρησε ο Ρον, εξετάζοντας προσεκτικά την κλειδαριά της πόρτας.

«Το κλειδί που μας χρειάζεται, πρέπει να είναι παλιό και μεγάλο», είπε. «Ίσως και ασημένιο, όπως το πόμολο της πόρτας...»

Σε μιαν άκρη του δωματίου, μερικά σκουπόξυλα ήταν ακουμπισμένα στον τοίχο. Κάθε παιδί άρπαξε από ένα κι υψώθηκαν μαζί στον αέρα, ανάμεσα στα πουλιά-κλειδιά. Προσπάθησαν να τα πιάσουν, αλλά τα μαγικά πουλιά-κλειδιά πετούσαν τόσο γρήγορα, που ολοένα τους ξέφευγαν.

Ο Χάρι δεν είχε κερδίσει άδικα τον τίτλο του νεότερου ανιχνευτή ματς κουίντιτς του αιώνα. Είχε αληθινά ταλέντο στο να ξεχωρίζει πράγματα που οι άλλοι δεν έβλεπαν. Μετά από μερικά λεπτά πρόσεξε ένα μεγάλο κι ασημένιο πουλίκλειδί, του οποίου η μία φτερούγα ήταν τσακισμένη με τέτοιο τρόπο, λες και κάποιος το είχε πιάσει και είχε προσπαθήσει βίαια να το χώσει μέσα στην κλειδαρότρυπα.

«Να το, αυτό εκεί!» φώναξε στους άλλους. «Αυτό το μεγάλο... εκεί πέρα... με τα μπλε φτερά! Είναι τσακισμένα από τη μια πλευρά...»

Ο Ρον πέταξε αμέσως προς το σημείο το οποίο του υπέδειξε ο Χάρι, αλλά είχε τόση ταχύτητα, που χτύπησε στο ταβάνι και παραλίγο να πέσει από το σκουπόξυλό του.

«Πρέπει να το κυκλώσουμε!» φώναξε ο Χάρι, χωρίς να αφήνει από το βλέμμα του το πουλί με το τσακισμένο φτερό. «Ρον, εσύ πλησίασε το από πάνω! Ερμιόνη, εσύ πήγαινε από κάτω του κι εμπόδισε το να πετάξει χαμηλά... Κι εγώ θα προσπαθήσω να το αρπάξω... Έτοιμοι, τώρα!»

Ο Ρον έκανε βουτιά, η Ερμιόνη πέταξε προς τα πάνω, το πουλί-κλειδί προσπάθησε και τα κατάφερε να τους αποφύγει και τους δύο. Έτσι ο Χάρι είχε την ευκαιρία να πετάξει γρήγορα από πίσω του. Το πουλί-κλειδί κατευθύνθηκε προς τον τοίχο. Ο Χάρι, γρήγορος σαν τον άνεμο, το ακολούθησε και το στρίμωξε κάθετα προς τον τοίχο. Πλησιάζοντας το αργά αργά, το κουκούλωσε με την παλάμη του. Ο Ρον κι η Ερμιόνη ζητωκραύγασαν.