Выбрать главу

Ο Ρον έκανε ένα βήμα μπροστά. Η άσπρη βασίλισσα όρμησε και τον χτύπησε δυνατά στο κεφάλι με το πέτρινο χέρι της. Εκείνος έπεσε κάτω κι η Ερμιόνη έβγαλε μια κραυγή τρόμου, μένοντας όμως στη θέση της. Η άσπρη βασίλισσα τράβηξε τον αναίσθητο Ρον έξω από τη σκακιέρα.

Με πόδια που έτρεμαν, ο Χάρι πήγε τρία τετράγωνα προς τα αριστερά.

Αμέσως ο άσπρος βασιλιάς έβγαλε το στέμμα από το κεφάλι του και το πέταξε στα πόδια του Χάρι. Τα υπόλοιπα άσπρα πιόνια υποκλίθηκαν και μετά τραβήχτηκαν στο πλάι, αφήνοντας ελεύθερο το δρόμο προς την πόρτα. Με μια τελευταία απελπισμένη ματιά στον Ρον, ο Χάρι κι η Ερμιόνη έτρεξαν προς τα εκεί, την άνοιξαν και βγήκαν σ' έναν άλλο διάδρομο.

«Τι θα γίνει, αν ο Ρον...» άρχισε η Ερμιόνη.

«Δε θα πάθει τίποτα!» τη διέκοψε ο Χάρι, προσπαθώντας μάλλον να πείσει τον εαυτό του παρά την Ερμιόνη. «Τι θα κάνουμε τώρα;»

«Περάσαμε τα μάγια του καθηγητή Σπράουτ, δηλαδή την παγίδα του σατανά...» είπε η Ερμιόνη, αρχίζοντας να μετρά με τα δάχτυλα της... «μετά του Φλίτγουικ... που είχε μαγέψει τα κλειδιά... Τα ζωντανά πιόνια της σκακιέρας θα πρέπει να ήταν τα μάγια της καθηγήτριας ΜακΓκόναγκαλ... Μας μένουν, λοιπόν, ακόμη τα μάγια του Κούιρελ και του Σνέιπ...»

Στο μεταξύ τα δυο παιδιά είχαν διασχίσει το διάδρομο και είχαν σταματήσει μπροστά σε μια ακόμη κλειστή πόρτα.

«Έτοιμοι;» ρώτησε ο Χάρι.

«Ναι...» απάντησε η Ερμιόνη.

Ο Χάρι άνοιξε την πόρτα.

Μια απαίσια μυρωδιά τους τύλιξε αμέσως, μια μυρωδιά τόσο αηδιαστική, που και τα δυο παιδιά τράβηξαν τις ρόμπες τους προς τα πάνω και σκέπασαν τις μύτες τους. Κοιτάζοντας κατόπιν μπροστά, είδαν στο πάτωμα έναν καλλικάντζαρο, ακόμη πιο μεγάλον από αυτόν που είχαν δει στο παρελθόν, αναίσθητον και μ' ένα ματωμένο καρούμπαλο στο κεφάλι του.

«Ευτυχώς που δε χρειάζεται ν' αντιμετωπίσουμε κι αυτόν!» είπε ο Χάρι καθώς περνούσαν προσεκτικά από δίπλα του. «Κάνε γρήγορα, Ερμιόνη, δεν μπορώ ν' ανασάνω...»

Βιαστικά, άνοιξε την επόμενη πόρτα. Κοίταξαν μαζί μέσα, τρέμοντας για το τι θα αντίκριζαν. Όμως δεν είδαν τίποτα το τρομακτικό. Μονάχα ένα τραπέζι με πέντε διαφορετικά μπουκαλάκια στην επιφάνεια του, το ένα δίπλα στο άλλο.

«Τα μάγια του καθηγητή Σνέιπ!» ψιθύρισε ο Χάρι. «Τι θα κάνουμε τώρα;»

Διστακτικά, πέρασαν το κατώφλι. Αμέσως μια δυνατή φωτιά άναψε πίσω τους, στο ύψος της πόρτας που είχαν μόλις διαβεί! Δεν ήταν όμως μια συνηθισμένη φωτιά, γιατί οι φλόγες της ήταν μοβ. Σχεδόν αμέσως, μια δεύτερη φωτιά, αυτή με μαύρες φλόγες, άναψε μπροστά τους. Τώρα ήταν αιχμαλωτισμένοι ανάμεσα σε δυο φωτιές!

«Κοίτα εδώ!» φώναξε η Ερμιόνη, αρπάζοντας μια περγαμηνή σε ρολό που ήταν επάνω στο τραπέζι, κοντά στα μπουκαλάκια. Την ξετύλιξε κι άρχισε να διαβάζει:

Ο κίνδυνος είναι μπροστά σον κι η σωτηρία πίσω σου. Δυο από μας θα σε βοηθήσουν ό,τι κι αν συναντήσεις. Ένα από μας θα σ' αφήσει να πας μπροστά, ενώ ένα άλλο, αν πιεις από το περιεχόμενο του, θα σε πάει πίσω. Δυο από μας περιέχουν μόνο λικέρ από κεράσια, ενώ τρία από μας είναι κρυφοί δολοφόνοι. Πρέπει να διαλέξεις, εκτός κι αν θέλεις να μείνεις εδώ για πάντα. Πα να σε βοηθήσουμε, σου δίνουμε μερικές συμβουλές. Η πρώτη: όσο πονηρά κι αν κρύβεται το δηλητήριο, εσύ θα το βρεις στ' αριστερά των μπουκαλιών που περιέχουν λικέρ από κεράσια. Η δεύτερη: τα μπουκάλια στην αρχή και στο τέλος της σειράς είναι διαφορετικά, αλλά εσύ, αν θέλεις να προχωρήσεις, κανένα από τα δυο δεν εί ναι φίλος σου. Η τρίτη: όπως βλέπεις, όλα τα μπουκάλια έχουν διαφορετικό μεταξύ τους μέγεθος, όμως ούτε το πιο μικρό ούτε το πιο μεγάλο κρύβουν μέσα τους το θάνατο. Η τελευταία: το δεύτερο μπουκάλι από αριστερά και το δεύτερο από δεξιά έχουν το ίδιο περιεχόμενο, αν και φαίνονται διαφορετικά σε πρώτη ματιά.

Η Ερμιόνη σταμάτησε να διαβάζει κι έβγαλε ένα βαθύ στεναγμό ανακούφισης. Ο Χάρι την κοίταξε κι είδε ότι χαμογελούσε, κάτι που σ' αυτόν φαινόταν εντελώς τρελό.

«Καταπληκτικό!» είπε η Ερμιόνη. «Αυτό πια δεν είναι μαγεία, είναι λογική! Οι περισσότεροι μεγάλοι μάγοι, όμως, δεν έχουν καθόλου λογική και θα μπορούσαν να μείνουν εδώ επί χρόνια...»

«Αυτό θα πάθουμε και μεις...» παρατήρησε μελαγχολικά ο Χάρι.

«Και βέβαια όχι!» αποκρίθηκε η Ερμιόνη. «Όλα όσα χρειαζόμαστε υπάρχουν σ' αυτό το χαρτί. Έχουμε και λέμε, λοιπόν. Επτά μπουκάλια: τα τρία περιέχουν δηλητήριο, τα δύο λικέρ από κεράσι, το ένα θα μας περάσει από τις μαύρες φλόγες και το άλλο θα μας περάσει από τις μοβ φλόγες...»

«Πώς όμως θα ξέρουμε από ποιο πρέπει να πιούμε;» ρώτησε ο Χάρι.

«Περίμενε μια στιγμή! Πρέπει να σκεφτώ...»

Η Ερμιόνη ξαναδιάβασε το μήνυμα αρκετές φορές. Μετά άρχισε να περπατά πάνω κάτω μπροστά από τα μπουκάλια, μουρμουρίζοντας και δείχνοντας πότε το ένα και πότε το άλλο με το τεντωμένο της δάχτυλο. Στο τέλος χτύπησε δυνατά τα χέρια της από ενθουσιασμό.