«...τρέχουν σαν τρελοί, οι αλήτες!» είπε, καθώς μια μοτοσικλέτα τους προσπέρασε με ταχύτητα.
«Μια φορά είδα ένα όνειρο με μια μοτοσικλέτα», είπε αυθόρμητα ο Χάρι. «Την είδα να πετάει...»
Ο θείος Βέρνον παραλίγο να τρακάρει με το μπροστινό αυτοκίνητο. Έξαλλος από θυμό, γύρισε πίσω το κατακόκκινο πρόσωπο του, που έμοιαζε σαν πατζάρι με μουστάκι, και ούρλιαξε στον Χάρι: «Οι μοτοσικλέτες δεν πετάνε!»
Ο Ντάντλι κι ο Πιρς χασκογέλασαν.
«Το ξέρω αυτό», του αποκρίθηκε ο Χάρι. «Ένα όνειρο ήταν...»
Από μέσα του, όμως, ευχήθηκε να μην είχε μιλήσει. Γιατί, αν υπήρχε κάτι που οι Ντάρσλι μισούσαν περισσότερο κι από τις ερωτήσεις του, ήταν να μιλά για πράγματα έξω απ' τα συνηθισμένα, έστω κι αν επρόκειτο για κάποιο όνειρο ή για κάποιο φιλμ κινουμένων σχεδίων. Έδειχναν να πιστεύουν πως, αν ο Χάρι καταγινόταν με τέτοια πράγματα, κινδύνευε να του σφηνωθούν επικίνδυνες ιδέες στο μυαλό.
Εκείνο το Σά66ατο ήταν ηλιόλουστο κι ο ζωολογικός κήπος ήταν γεμάτος οικογένειες. Οι Ντάρσλι αγόρασαν μεγάλα παγωτά σοκολάτα στον Ντάντλι και στον Πιρς και μετά, επειδή η χαμογελαστή κυρία που τα πουλούσε ρώτησε και τον Χάρι τι ήθελε, αγόρασαν και σ' αυτόν ένα φτηνό παγωτό ξυλάκι. Δεν ήταν κι άσχημο, σκέφθηκε ο Χάρι καθώς το έγλειφε, ενώ όλοι μαζί κοιτούσαν ένα γορίλα που έξυνε το κεφάλι του. Έμοιαζε καταπληκτικά στον Ντάντλι, μόνο που δεν ήταν ξανθός.
Ήταν το καλύτερο πρωινό που είχε περάσει ο Χάρι εδώ και χρόνια. Πρόσεχε όμως να περπατά λίγο μακριά απ' τους Ντάρσλι, ώστε ο Ντάντλι και ο Πιρς, που είχαν αρχίσει να βαριούνται λίγο τα ζώα, να μη θυμηθούν ξαφνικά την αγαπημένη τους απασχόληση κι αρχίσουν να τον ξυλοκοπούν. Το μεσημέρι έφαγαν όλοι στο εστιατόριο του ζωολογικού κήπου, όπου ο Ντάντλι έκανε φασαρία επειδή το παγωτό του δεν ήταν αρκετά μεγάλο. Τότε ο θείος Βέρνον του παρήγγειλε ένα δεύτερο κι άφησε τον Χάρι να τελειώσει το μισοφαγωμένο πρώτο.
Αργότερα ο Χάρι έκανε τη σκέψη πως, αφού όλα πήγαιναν τόσο καλά, έπρεπε να το περιμένει πως κάτι θα χαλούσε γρήγορα. Μετά το μεσημεριανό φαγητό πήγαν όλοι μαζί στο κτίριο με τα φίδια και τ' άλλα ερπετά. Ήταν μισοσκότεινα και υγρά εκεί μέσα, με τις φωτισμένες βιτρίνες ολόγυρα στους τοίχους. Πίσω απ' το γυαλί, σε κάθε Βιτρίνα, ένα σωρό φίδια και σαύρες γλιστρούσαν αθόρυβα επάνω σε μεγάλες πέτρες και κομμάτια ξύλο. Ο Ντάντλι και ο Πιρς ήθελαν να δουν μεγάλες, δηλητηριώδεις κόμπρες και τεράστιους πύθωνες. Ο Ντάντλι δεν άργησε να βρει το πιο μεγάλο φίδι απ' όλα: ήταν τόσο μακρύ και χοντρό, που θα μπορούσε να τυλιχτεί δύο φορές γύρω απ' το αμάξι του θείου Βέρνον και να το κάνει φυσαρμόνικα. Πα την ώρα, όμως, δεν έδειχνε καμιά απειλητική διάθεση, αφού κοιμόταν βαθιά.
Ο Ντάντλι, με τη μύτη του κολλημένη επάνω στο τζάμι, κοιτούσε τις γυαλιστερές κουλούρες που σχημάτιζε το τεράστιο σώμα του φιδιού. «Κάν' το να κουνηθεί», γκρίνιαξε στον πατέρα του.
Ο θείος Βέρνον χτύπησε με τα δάχτυλα του το τζάμι, αλλά το φίδι δεν κουνήθηκε.
«Κάν' το πάλι!» επέμεινε ο Ντάντλι. Ο θείος Βέρνον ξαναχτύπησε το τζάμι, αλλά το φίδι συνέχισε να κοιμάται.
«Είναι βαρετό», γκρίνιαξε πάλι ο Ντάντλι κι απομακρύνθηκε με συρτά βήματα...
Με τη σειρά του, ο Χάρι στάθηκε μπροστά στο κοιμισμένο φίδι. Δε θα του φαινόταν καθόλου παράξενο αν το φίδι πέθαινε από πλήξη. Όλη μέρα, η μοναδική του συντροφιά ήταν χαζοί άνθρωποι που χτυπούσαν τα δάχτυλα τους στο τζάμι για να το κάνουν να κουνηθεί. Ήταν ακόμη χειρότερο απ' το να έχεις μια αποθήκη για κρεβατοκάμαρα, με μοναδικό επισκέπτη τη θεία Πετούνια, που χτυπούσε άγρια στην πόρτα για να σε ξυπνήσει. Τουλάχιστον ο Χάρι μπορούσε να πηγαίνει και στο υπόλοιπο σπίτι, τις φορές που δεν ήταν τιμωρημένος.
Ξαφνικά το φίδι άνοιξε τα ολοστρόγγυλα και γυαλιστερά μάτια του. Αργά, πολύ αργά, σήκωσε το κεφάλι του, ώσπου τα μάτια του έφτασαν στο ίδιο ύψος με τα μάτια του Χάρι. Και τότε του 'κλείσε το μάτι.
Ο Χάρι το κοίταξε κατάπληκτος. Μετά έριξε μια γρήγορη ματιά γύρω του, για να βεβαιωθεί πως κανείς δεν τον παρακολουθούσε. Καθησυχασμένος, γύρισε πάλι στο φίδι και του 'κλείσε κι αυτός το μάτι.
Το φίδι έγειρε το κεφάλι του προς το μέρος του θείου Βέρνον και του Ντάντλι και μετά σήκωσε τα μάτια του ψηλά, σαν να έλεγε: «Τέτοιοι βλάκες έρχονται συνέχεια εδώ...»
«Καταλαβαίνω», μουρμούρισε ο Χάρι, αν και δεν ήταν καθόλου σίγουρος πως το φίδι μπορούσε να τον ακούσει. «Θα πρέπει να είναι πολύ εκνευριστικό».
Το φίδι κούνησε πολλές φορές το κεφάλι του.
«Από πού είσαι;» το ρώτησε κατόπιν ο Χάρι.
Με μια κίνηση της ουράς του, το φίδι έδειξε μια μικρή επιγραφή δίπλα στο τζάμι. Ο Χάρι τη διάβασε.
«Βόας ο Συσφιγκτήρ, Βραζιλία».
«Ήταν ωραία εκεί;» ρώτησε κατόπιν το φίδι.