Выбрать главу

«Πόσο καιρό βρίσκομαι εδώ;» ρώτησε διστακτικά ο Χάρι.

«Τρεις μέρες. Ο Ρον Ουέσλι κι η Ερμιόνη Γκρέιντζερ θα χαρούν πολύ που συνήλθες, γιατί ανησυχούσαν πολύ για σένα».

«Ναι, κύριε. Αλλά η πέτρα...»

«Βλέπω πως είσαι επίμονος», τον έκοψε ο Ντάμπλντορ. «Πολύ καλά, λοιπόν, θα μιλήσουμε για την πέτρα. Ο καθηγητής Κούιρελ δεν κατάφερε να σου την πάρει, γιατί εγώ έφτασα έγκαιρα και τον εμπόδισα. Αν και πρέπει να πω πως τα κατάφερνες μια χαρά και μόνος σου...»

«Φτάσατε έγκαιρα;» ρώτησε ο Χάρι. «Δηλαδή πήρατε την κουκουβάγια που έστειλε η Ερμιόνη;»

«Τη συνάντησα στα μισά του δρόμου, καθώς γύριζα. Βλέπεις, μόλις έφτασα στο Λονδίνο, κατάλαβα πως με είχαν παραπλανήσει. Και γύρισα ακριβώς τη στιγμή που έπρεπε, για να τραβήξω τον Κούιρελ από πάνω σου. Για μια στιγμή, μάλιστα, φοβήθηκα πως δε θα προλάβαινα...»

«Στο παραπέντε...» παραδέχθηκε ο Χάρι. «Δε θα μπορούσα να τον κρατήσω άλλο μακριά από την πέτρα, αν...»

«Όχι από την πέτρα, μικρέ. Από σένα!» τον διόρθωσε ο Ντάμπλντορ. «Βλέπεις, η προσπάθεια που έκανες, ήταν τόσο μεγάλη, που παραλίγο να σε σκοτώσει. Για μια στιγμή μάλιστα — ω, τι φοβερή στιγμή!— φοβήθηκα πως αυτό ακριβώς είχε συμβεί... Όσο για τη φιλοσοφική λίθο, την καταστρέψαμε».

«Την καταστρέψατε;» ρώτησε ο Χάρι, μην μπορώντας να πιστέψει στ' αφτιά του. «Μα τότε ο φίλος σας... ο Νίκολας Φλαμέλ...»

«Α, ώστε ξέρεις για τον Νίκολας;» ρώτησε ενθουσιασμένος ο Ντάμπλντορ. «Βλέπω, λοιπόν, πως τα κατάφερες μια χαρά... Ο Νίκολας κι εγώ κουβεντιάσαμε και συμφωνήσαμε πως είναι καλύτερο να καταστραφεί...»

«Αυτό, όμως, σημαίνει πως εκείνος κι η γυναίκα του θα πεθάνουν, έτσι;»

«Έχουν αρκετό ελιξήριο για να τακτοποιήσουν πρώτα όλες τις υποθέσεις τους. Και μετά, ναι, θα πεθάνουν...» απάντησε ο Ντάμπλντορ χαμογελώντας, καθώς παρακολουθούσε την έκπληξη που ζωγραφιζόταν στο πρόσωπο του Χάρι.

«Σε κάποιον τόσο νέον όσο εσύ», συνέχισε ο Ντάμπλντορ, «αυτό φαίνεται αδιανόητο. Για τον Νίκολας όμως και την Πετρονέλα, ο θάνατος είναι σαν να ξαπλώνουν να κοιμηθούν μετά από μια πολύ κουραστική μέρα... Έπειτα, για ένα ισορροπημένο μυαλό, ο θάνατος δεν είναι παρά η επόμενη μεγάλη περιπέτεια... Βλέπεις, Χάρι, αυτή η πέτρα δεν ήταν και τόσο θαυμάσιο πράγμα. Ναι, μπορούσε να σου προσφέρει όση ζωή και όσα χρήματα ήθελες, δηλαδή τα δυο πράγματα που θα διάλεγαν σχεδόν όλοι οι άνθρωποι! Το πρόβλημα, όμως, είναι πως οι άνθρωποι έχουν συχνά το ελάττωμα να διαλέγουν το χειρότερο γι' αυτούς».

Ο Χάρι δεν ήξερε τι να πει. Ο Ντάμπλντορ περίμενε, σιγοσφυρίζοντας και κοιτάζοντας το ταβάνι.

«Κύριε...» είπε σε λίγο διστακτικά ο Χάρι. «Σκέφθηκα πως... ακόμη κι αν η πέτρα δεν υπάρχει πια, ο Βολ... θέλω να πω ο Ξέρεις-Ποιος...»

«Λέγε τον Βόλντεμορτ, Χάρι», τον διέκοψε ο Ντάμπλντορ. «Πάντα να λες τα πράγματα με τ' όνομα τους, γιατί αν δεν τολμάς να προφέρεις κάτι με τ' όνομα του, ο φόβος σου γι' αυτό μεγαλώνει!»

«Μάλιστα, κύριε. Θέλω να πω, λοιπόν, πως ο Βόλντεμορτ θα δοκιμάσει άλλους τρόπους, για να γίνει δυνατός και να ξαναγυρίσει. Γιατί δεν εξαφανίστηκε, έτσι δεν είναι;»

«Όχι, Χάρι, δεν εξαφανίστηκε. Βρίσκεται κάπου εκεί έξω... ψάχνοντας ίσως για κάποιο άλλο σώμα να τον φιλοξενήσει... Τον Κούιρελ, όμως, τον άφησε να πεθάνει. Είναι φοβερό. Είτε για οπαδό του πρόκειται, είτε για εχθρό του, δε δείχνει κανένα οίκτο. Εσύ, Χάρι, μπορεί μόνο να καθυστέρησες την επιστροφή του... Αργότερα, κάποιος άλλος μπορεί να κάνει το ίδιο... Κι αν αρκετοί τον καθυστερήσουν, ο Βόλντεμορτ μπορεί να μην ξαναγυρίσει ποτέ!»

Ο Χάρι άρχισε να κουνάει το κεφάλι του καταφατικά, σταμάτησε όμως αμέσως, γιατί πονούσε.

«Κύριε», είπε κατόπιν, «υπάρχουν και μερικά άλλα πράγματα που θέλω να μάθω... Αν, δηλαδή, μπορείτε να μου πείτε την αλήθεια...»

«Η αλήθεια!» είπε ο Ντάμπλντορ αναστενάζοντας, «είναι ένα όμορφο αλλά και συνάμα τρομερό πράγμα. Γι' αυτό πρέπει ν' αντιμετωπίζεται με προσοχή. Πάντως είμαι πρόθυμος ν' απαντήσω στις ερωτήσεις σου, εκτός κι αν υπάρχει κάποιος πολύ σοβαρός Λόγος για να μην το κάνω... Πάντως σου υπόσχομαι να μη σου πω ψέματα...»

«Ο Βόλντεμορτ», άρχισε διστακτικά ο Χάρι, «είπε ότι σκότωσε τη μητέρα μου μόνο και μόνο επειδή προσπάθησε να τον εμποδίσει να σκοτώσει εμένα. Γιατί, όμως, ήθελε να με σκοτώσει; Τότε δεν ήμουν παρά ένα μωρό...»

Ο Ντάμπλντορ αναστέναξε πολύ βαθιά.

«Τι κρίμα!» είπε. «Το πρώτο πράγμα που με ρωτάς, δεν μπορώ δυστυχώς να το απαντήσω. Όχι τώρα, όχι σήμερα δηλαδή... Κάποτε θα μάθεις... Για την ώρα, καλύτερα να το ξεχάσεις, Χάρι. Το ξέρω πως δε σ' αρέσει αυτό, αλλά όταν θα είσαι μεγαλύτερος... και έτοιμος... θα το καταλάβεις μόνος σου».