Από τον τόνο της φωνής του και μόνο, ο Χάρι ήταν σίγουρος πως δεν είχε νόημα να επιμείνει.
«Γιατί όμως ο Κούιρελ καιγόταν κάθε φορά που με άγγιζε;» ρώτησε κατόπιν.
«Η μητέρα σου πέθανε για να σε σώσει, Χάρι», αποκρίθηκε ο Ντάμπλντορ. «Κι αν υπάρχει ένα πράγμα που ο Βόλντεμορτ δεν καταλαβαίνει, αυτό είναι η αγάπη. ΓΓ αυτό και δεν κατάλαβε ποτέ πως μια αγάπη τόσο δυνατή, όσο αυτή της μητέρας σου για σένα, πάντα αφήνει το σημάδι της. Δεν είναι κάτι που φαίνεται... αλλά όποιος έχει αγαπηθεί τόσο πολύ, ακόμη κι αν το πρόσωπο που τον αγάπησε δεν υπάρχει πια, έχει γύρω του μια αόρατη προστασία για πάντα. Αυτή η προστασία υπάρχει στο δέρμα σου, Χάρι. Γι' αυτό ο Κούιρελ, ο οποίος μοιραζόταν το μίσος, την πλεονεξία, τη φιλοδοξία, ακόμη και την ίδια του την ψυχή με τον Βόλντεμορτ, δεν μπορούσε να σ' αγγίξει... Το ν' αγγίξει ένα άτομο σημαδεμένο από αγάπη, όπως εσύ, σήμαινε γι' αυτόν θάνατο».
Τελειώνοντας τη φράση του, ο Ντάμπλντορ γύρισε το κεφάλι του κι άρχισε να κοιτάζει ένα πουλί που είχε καθίσει στο περβάζι του παραθύρου. Αυτό έδωσε την ευκαιρία στον Χάρι να στεγνώσει τα δακρυσμένα μάτια του με την άκρη του σεντονιού του. Κι όταν ήταν σίγουρος πως η φωνή του θα ακουγόταν και πάλι σταθερή, ξαναρώτησε: «Και τον αόρατο μανδύα, κύριε, ποιος μου τον έστειλε;»
«Εεε... Ο πατέρας σου τον είχε αφήσει στα χέρια μου και... σκέφτηκα πως μπορεί να σου άρεσε», αποκρίθηκε ο Ντάμπλντορ με πονηρό χαμόγελο. «Πολύ χρήσιμο αντικείμενο... Ο πατέρας σου τον χρησιμοποιούσε για να κατεβαίνει κρυφά στις κουζίνες και να κλέβει φαγητά, όταν ήταν μαθητής εδώ».
«Και είναι και κάτι άλλο, κύριε...»
«Λέγε, Χάρι».
«Ο Κούιρελ είπε πως ο Σνέιπ...»
«Ο καθηγητής Σνέιπ, Χάρι», τον διόρθωσε ο Ντάμπλντορ.
«Ναι, αυτός... Ο Κούιρελ είπε πως με μισεί επειδή μισούσε και τον πατέρα μου. Είναι αλήθεια αυτό;»
«Ναι. Αντιπαθούσαν πολύ ο ένας τον άλλον, αυτό είναι βέβαιο... Όπως εσύ κι ο Μαλφόι, ας πούμε! Και μετά ο πατέρας σου έκανε κάτι που ο Σνέιπ δεν μπόρεσε ποτέ να του το συγχωρήσει...»
«Τι έκανε;»
«Του έσωσε τη ζωή».
«Τι;» ρώτησε κατάπληκτος ο Χάρι.
«Ναι, αυτό που άκουσες», απάντησε ο Ντάμπλντορ. «Είναι περίεργο πώς δουλεύουν καμιά φορά τα μυαλά των ανθρώπων. Ο καθηγητής Σνέιπ δεν το χώνεψε ποτέ, να χρωστά ευγνωμοσύνη στον άνθρωπο που μισούσε. Και πιστεύω πως γι' αυτό προσπάθησε τόσο πολύ να προστατέψει εσένα εδώ, στο "Χόγκουάρτς". Πίστευε πως έτσι θα ξεπλήρωνε μια για πάντα το "χρέος" του προς τον πατέρα σου, ελεύθερος πια να μισεί τη μνήμη του πατέρα σου...»
Ο Χάρι προσπάθησε να καταλάβει αυτή τη λογική, αλλά αμέσως ένιωσε πονοκέφαλο και σταμάτησε.
«Και... είναι κάτι ακόμη», είπε διστακτικά.
«Δέγε, Λοιπόν...»
«Πώς βρέθηκε στην τσέπη μου η φιλοσοφική λίθος;»
«Α, χαίρομαι πολύ που με ρώτησες γι' αυτό, Χάρι. Βλέπεις, αυτή ήταν μια από τις καλύτερες ιδέες που είχα ποτέ. Μεταξύ μας, νιώθω πολύ περήφανος. Σκέφτηκα, λοιπόν, πως μόνο κάποιος που ήθελε να βρει τη φιλοσοφική λίθο — να τη βρει, όχι να τη χρησιμοποιήσει — θα μπορούσε να δει στον καθρέφτη τον εαυτό του να το κάνει. Διαφορετικά θα έβλεπε τον εαυτό του να πίνει το ελιξήριο της ζωής ή να φτιάχνει χρυσάφι! Πρέπει να παραδεχθώ πως ήταν καταπληκτική ιδέα. Ακόμη και τώρα, όταν το σκέφτομαι, μένω κατάπληκτος! Τώρα, όμως, φτάνουν οι ερωτήσεις... Γιατί δε δοκιμάζεις μερικά απ' αυτά τα γλυκά. Α, βλέπω εδώ τα φασόλια σε όλες τις γεύσεις!... Στα νιάτα μου, Χάρι, είχα την ατυχία να φάω ένα με τη γεύση του εμετού κι από τότε τα αντιπάθησα. Δεν πιστεύω όμως να κινδυνεύω, αν διαλέξω ένα με τη γεύση του καφέ...»
Ο Ντάμπλντορ χαμογέλασε κι έβαλε στο στόμα του ένα σκούρο καστανό φασόλι. Αμέσως έκανε μια γκριμάτσα αηδίας και το έφτυσε μακριά.
«Πάλι άτυχος!» είπε. «Δεν είναι καφές, αλλά κερί για τα αφτιά!...»
Ο Χάρι ξέσπασε σε δυνατά γέλια. Η κυρία Πόμφρι, η νοσοκόμα, ήταν καλή γυναίκα, αλλά πολύ αυστηρή.
«Μόνο πέντε λεπτά!» την παρακάλεσε ο Χάρι.
«Αποκλείεται!»
«Τότε γιατί αφήσατε τον καθηγητή Ντάμπλντορ...»
«Άλλο αυτό. Είναι ο διευθυντής μας... Εσύ, όμως, Χάρι, χρειάζεσαι ανάπαυση!»
«Μα αναπαύομαι!» διαμαρτυρήθηκε εκείνος. «Να, εδώ είμαι, ξαπλωμένος στο κρεβάτι! Ελάτε, κυρία Πόμφρι...»
«Καλά, λοιπόν», υποχώρησε εκείνη. «Αλλά μόνο πέντε λεπτά!»
Κι άφησε τον Ρον και την Ερμιόνη να μπουν μέσα.
«Χάρι!» είπαν και τα δυο παιδιά μ' ένα στόμα.
Η Ερμιόνη έδειχνε πάλι έτοιμη να τον αγκαλιάσει. Ο Χάρι ανακουφίστηκε που η Ερμιόνη συγκρατήθηκε, γιατί το κεφάλι του πονούσε ακόμη πολύ.
«Χάρι, είμαστε σίγουροι ότι... Ο Ντάμπλντορ ήταν τόσο ανήσυχος για σένα!»
«Όλο το σχολείο μιλά για σένα», είπε ο Ρον. «Πες μου, όμως. Τι ακριβώς έγινε;»
Αυτή ήταν μια από τις σπάνιες φορές, όπου η αλήθεια ήταν πέρα από κάθε φαντασία. Ο Χάρι τους τα είπε όλα: για τον Κούιρελ, για τον καθρέφτη του Έριζεντ, για τη φιλοσοφική λίθο, για τον Βόλντεμορτ... Κι όταν τους είπε τι κρυβόταν κάτω από το τουρμπάνι του Κούιρελ, η Ερμιόνη άφησε να της ξεφύγει μια τρομαγμένη κραυγή.