Выбрать главу

«Ώστε η πέτρα δεν υπάρχει πια;» ρώτησε ο Ρον. «Κι ο Φλαμέλ θα πεθάνει;»

«Αυτό είπα κι εγώ», αποκρίθηκε ο Χάρι. «Αλλά ο Ντάμπλντορ μου απάντησε πως... για να δεις πώς μου το είπε... Α, ναι: Για ένα ισορροπημένο μυαλό, ο θάνατος δεν είναι παρά η επόμενη μεγάλη περιπέτεια!»

«Πάντα έλεγα πως είναι μεγαλοφυία!» παρατήρησε με θαυμασμό ο Ρον.

«Τι έγινε μ' εσάς τους δυο;» ρώτησε ο Χάρι.

«Εγώ γύρισα πίσω εντάξει», αποκρίθηκε η Ερμιόνη. «Πρώτα συνέφερα τον Ρον... αυτό μου πήρε κάμποση ώρα... και μετά, πηγαίνοντας στο κλουβί με τις κουκουβάγιες, συναντήσαμε τον Ντάμπλντορ στο μεγάλο χολ. Πρέπει να τα ήξερε όλα, γιατί το μόνο που μας ρώτησε, ήταν: "Ο Χάρι πήγε να τον βρει, έτσι;" Και μετά ανέβηκε τρέχοντας στον τρίτο όροφο...»

«Λες να σε άφησε επίτηδες να το κάνεις», ρώτησε ο Ρον τον Χάρι, «και γι' αυτό να σου έδωσε τον αόρατο μανδύα του πατέρα σου;»

«Αν έκανε κάτι τέτοιο!...» ξέσπασε θυμωμένη η Ερμιόνη. «Θέλω να πω... μπορεί να είναι ο διευθυντής μας, αλλά... θα μπορούσες να σκοτωθείς, Χάρι!»

«Δεν είμαι απόλυτα σίγουρος...» αποκρίθηκε αργά ο Χάρι.

«Ο Ντάμπλντορ είναι περίεργος τύπος... Νομίζω πως ήθελε να μου δώσει μια ευκαιρία... Είμαι σίγουρος πως ξέρει πάντα όλα όσα γίνονται στο "Χόγκουαρτς". Πιστεύω λοιπόν ότι ήξερε τι θα κάναμε κι αντί να μας σταματήσει, μας βοηθούσε όπου χρειαζόταν. Ίσως, ακόμη, να θεωρούσε ότι είχα το δικαίωμα να 'ρθω πρόσωπο με πρόσωπο με τον Βόλντεμορτ και να τον αντιμετωπίσω, αν μπορούσα...»

«Μάλλον έχεις δίκιο, Χάρι!» είπε ο Ρον. «Λοιπόν, μέχρι αύριο πρέπει να 'χεις σηκωθεί από το κρεβάτι, γιατί έχουμε τη γιορτή για το τέλος της σχολικής χρονιάς. Βέβαια το Σλίθεριν κέρδισε πάλι το πρωτάθλημα. Στο τελευταίο ματς νικηθήκαμε από το Ράβενκλοου. Εσύ δεν έπαιξες... Τέλος πάντων, όπως κι αν έχει το πράγμα, το φαγητό αύριο θα είναι υπέροχο...»

Την άλλη στιγμή η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα φουριόζα η κυρία Πόμφρι.

«Σας άφησα δέκα λεπτά!» είπε αυστηρά. «Και τώρα, έξω!» Ο Χάρι πέρασε μια ήσυχη νύχτα. Το επόμενο πρωί ένιωθε σχεδόν καλά!

«Θέλω να πάω στη γιορτή!» είπε στην κυρία Πόμφρι, καθώς εκείνη τακτοποιούσε τα κουτιά με τα γλυκίσματα στο κομοδίνο του. «Μπορώ, έτσι;»

«Ο καθηγητής Ντάμπλντορ λέει ότι μπορείς», αποκρίθηκε εκείνη, με ύφος όμως που έδειχνε καθαρά ότι δε συμφωνούσε με τον καθηγητή. «Κι έχεις κι άλλον επισκέπτη...»

«Α, ωραία!» είπε ο Χάρι. «Ποιος είναι;»

Την ίδια στιγμή ο Χάγκριντ γλίστρησε μέσα από τη μισάνοιχτη πόρτα. Όπως πάντα όταν βρισκόταν σε κλειστούς χώρους, ο δασοφύλακας φάνταζε τεράστιος. Διστακτικά, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού του Χάρι, τον κοίταξε κι έβαλε τα κλάματα.

«Εγώ... φταίω... για... όλα!» είπε, κρύβοντας το πρόσωπο του μέσα στις παλάμες του. «Εγώ είπα σ' αυτό το τέρας πώς να περάσει μπροστά από τον Λουλούκο! Ήταν το μόνο που δεν ήξερε κι εγώ του το είπα! Θα μπορούσες να είχες σκοτωθεί, Χάρι... Κι όλα αυτά για ένα αβγό δράκου! Ορκίζομαι να μην ξαναπιώ ποτέ στη ζωή μου! Θα 'πρεπε να με διώξουν από το "Χόγκουαρτς" και να μ' αναγκάσουν να ζήσω με τους Μαγκλ...»

«Έλα τώρα, Χάγκριντ!» τον παρηγόρησε ο Χάρι, αναστατωμένος που έβλεπε τα δάκρυα να κυλούν στα γένια του δασοφύλακα. «Έτσι κι αλλιώς, ο Βόλντεμορτ θα το μάθαινε! Αργά ή γρήγορα θα το μάθαινε, ακόμη κι αν δεν του το 'λεγες εσύ...»

«Θα μπορούσες να είχες σκοτωθεί!» ξαναείπε ο Χάγκριντ ανάμεσα στους λυγμούς του. «Και μη λες αυτό το όνομα!»

«Βόλντεμορτ!» φώναξε ο Χάρι, τόσο δυνατά, που ο Χάγκριντ σταμάτησε αμέσως να κλαίει. «Τον γνώρισα, μίλησα μαζί του και θα τον λέω με τ' όνομα του! Έλα τώρα, Χάγκριντ, δεν υπάρχει λόγος να κάνεις έτσι... Σώσαμε την πέτρα από τα χέρια του. Εκείνος εξαφανίστηκε και μπορεί να μην ξαναγυρίσει ποτέ... Όλα καλά, λοιπόν! Γιατί δε δοκιμάζεις έναν απ' αυτούς τους σοκολατένιους βατράχους... έχω τόσους πολλούς...»

Ο Χάγκριντ σκούπισε τη μύτη του με την ανάποδη του χεριού του.

«Α, παραλίγο να το ξεχάσω!» είπε κατόπιν ο Χάγκριντ. «Έχω ένα δώρο για σένα».

«Όχι κανένα σάντουιτς με κρέας τράγου;» ρώτησε ανήσυχος ο Χάρι κι ο Χάγκριντ χαμογέλασε, για πρώτη φορά.

«Δε μοιάζει με σάντουιτς, μοιάζει;» τον ρώτησε ύστερα, δείχνοντας του ένα χοντρό άλμπουμ για φωτογραφίες.

Ο Χάρι το άνοιξε. Είδε τον πατέρα του και τη μητέρα του να του χαμογελούν μέσα απ' όλες τις σελίδες.

«Ο Ντάμπλντορ μου έδωσε τις φωτογραφίες για να τις κατατάξω», του εξήγησε ο Χάγκριντ. «Έστειλε κουκουβάγιες σε όλους τους παλιούς συμμαθητές των γονιών σου, ζητώντας τους φωτογραφίες, γιατί ήξερε πως εσύ δεν έχεις καμιά από την οικογένεια σου... Σ' αρέσει, Χάρι;»