Выбрать главу

«Κι όλα αυτά σημαίνουν», φώναξε δυνατά ο Ντάμπλντορ, για ν' ακουστεί παρά το θόρυβο, καθώς τώρα στις ζητωκραυγές των παιδιών του Γκρίφιντορ είχαν προστεθεί κι αυτές των παιδιών του Χάφλπαφλ και του Ράβενκλοου που πανηγύριζαν την ήττα του Σλίθεριν, «πως η αίθουσα μας χρειάζεται αλλαγή στη διακόσμηση!»

Κατόπιν χτύπησε δυο φορές τα χέρια του. Αμέσως οι πράσινες κι ασημένιες διακοσμήσεις έγιναν κατακόκκινες. Το μεγάλο φίδι του Σλίθεριν εξαφανίστηκε απ' το πανό και τη θέση του πήρε το μεγάλο χρυσό λιοντάρι του Γκρίφιντορ. Στο τραπέζι των καθηγητών ο Σνέιπ έσφιγγε το χέρι της καθηγήτριας ΜακΓκόναγκαλ, μ' ένα προσποιητό χαμόγελο στο πρόσωπο του. Ύστερα, γύρισε το κεφάλι του και το Βλέμμα του συναντήθηκε με αυτό του Χάρι. Ο Χάρι κατάλαβε ότι τα συναισθήματα του καθηγητή Σνέιπ απέναντι του δεν είχαν αλλάξει στο παραμικρό! Αυτό όμως δεν τον ενοχλούσε πια...

Το αποψινό ήταν το καλύτερο Βράδυ της ζωής του — ο Χάρι ήταν απόλυτα σίγουρος γι' αυτό. Καλύτερο κι από το πρώτο ματς κουίντιτς, ή από τα Χριστούγεννα, ή από το βράδυ εκείνο που έβγαλε από τη μέση το φρικτό καλλικάντζαρο!

Κι ήταν επίσης σίγουρος ότι το αποψινό βράδυ δε θα το ξεχνούσε ποτά

Ο Χάρι είχε ξεχάσει πως δεν είχαν βγει ακόμη τ' αποτελέσματα των διαγωνισμών. 'Οταν βγήκαν, έμεινε κατάπληκτος που αυτός κι ο Ρον είχαν περάσει και μάλιστα με καλούς βαθμούς. Φυσικά η Ερμιόνη ήρθε πρώτη απ' όλους τους πρωτοετείς. Ακόμη κι ο Νέβιλ πέρασε, γιατί ο καλός βαθμός του στη βοτανολογία ισοφάρισε τον κακό βαθμό του στα φίλτρα. Είχαν όλοι ελπίσει πως ο Γκόιλ, ο φίλος του Μαλφόι, που ήταν και χαζός και κακός, θα έμενε στην ίδια τάξη, αλλά πέρασε κι αυτός. Ήταν κρίμα... αλλά, όπως είπε ο Ρον, «δεν μπορείς να τα 'χεις όλα στη ζωή!» Η μέρα της αναχώρησης για τις καλοκαιρινές διακοπές έφτασε. Τα ντουλάπια άδειασαν, οι βαλίτσες γέμισαν, ο χαμένος βάτραχος του Νέβιλ βρέθηκε στις τουαλέτες και σ' όλα τα παιδιά δόθηκαν αυστηρά σημειώματα, όπου τους θύμιζαν ότι τα μάγια απαγορεύονταν στη διάρκεια των διακοπών. Μετά ο Χάγκριντ ήρθε για να τους πάει στις βάρκες που θα τους περνούσαν απέναντι. Γρήγορα όλοι βρέθηκαν στο Χόγκουαρτς Εξπρές. Το ταξίδι κύλησε ευχάριστα. Κι όταν άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα σπίτια των Μαγκλ, τα παιδιά έβγαλαν τις μακριές ρόμπες και τους μανδύες τους και φόρεσαν παντελόνια και μπουφάν. Μετά το τρένο σταμάτησε στην πλατφόρμα 9 και ¾ του σταθμού Κινγκς Κρος, στο Λονδίνο.

Μέχρι να φύγουν όλοι από την πλατφόρμα, πέρασε αρκετή ώρα. Ένας ζαρωμένος γερο-φύλακας στεκόταν κοντά στη θυρίδα των εισιτηρίων και τους άφηνε να βγαίνουν λίγοι λίγοι έξω, για να μην παρουσιαστούν ξαφνικά όλοι μαζί και βάλουν σε υποψίες τους Μαγκλ.

«Πρέπει να 'ρθείτε να μείνετε στο σπίτι μου αυτό το καλοκαίρι», είπε ο Ρον λίγο προτού αποχαιρετιστούν. «Κι οι δυο σας, εννοώ... Θα σας στείλω μια κουκουβάγια...»

«Ευχαριστώ», αποκρίθηκε ο Χάρι. «Τουλάχιστον θα 'χω κάτι ευχάριστο να περιμένω...»

Αλλα παιδιά, καθώς περνούσαν μπροστά τους, αποχαιρετούσαν τον Χάρι με φιλικά λόγια.

«Διάσημος, βλέπω...» τον πείραξε ο Ρον.

«Όχι εκεί που πηγαίνω», αποκρίθηκε ο Χάρι.

Οι τρεις τους —Χάρι, Ρον κι Ερμιόνη— έφυγαν μαζί από την πλατφόρμα.

«Να τον, μαμά, να τον! Εκεί είναι, δες τον!»

Ήταν η Τζίνι Ουέσλι, η μικρή αδελφή του Ρον.

«Ο Χάρι Πότερ, μαμά!» στρίγκλισε η Τζίνι. «Να τον, καλέ μαμά! Εκεί είναι!»

«Μη φωνάζεις, Τζίνι! Κι είναι αγένεια να δείχνεις με το δάχτυλο!...»

Η κυρία Ουέσλι χαμογέλασε και στους τρεις.

«Περάσατε καλά;» τους ρώτησε.

«Πολύ καλά», αποκρίθηκε ο Χάρι. «Ευχαριστώ για το πουλόβερ και τα γλυκά, κυρία Ουέσλι...»

«Δεν ήταν τίποτα, χρυσό μου...»

«Έτοιμος, λοιπόν;» ακούστηκε ξαφνικά μια βαριά αντρική φωνή.

Ήταν ο θείος Βέρνον. Όπως πάντα, με κατακόκκινο πρόσωπο, χοντρό μουστάκι κι έξαλλος με τον Χάρι, ο οποίος στεκόταν στη μέση του σταθμού κρατώντας στο ένα χέρι του το κλουβί με την κουκουβάγια. Πίσω από το θείο Βέρνον στέκονταν η θεία Πετούνια κι ο Ντάντλι, οι οποίοι κοιτούσαν τον Χάρι τρομοκρατημένοι.

«Θα πρέπει να είστε η οικογένεια του Χάρι», είπε η κυρία Ουέσλι.

«Κάτι τέτοιο», αποκρίθηκε απότομα ο θείος Βέρνον. «Λοιπόν, έτοιμος, μικρέ; Δεν μπορούμε να χάσουμε εδώ όλη τη μέρα μας!»

Και γυρίζοντας την πλάτη του, άρχισε ν' απομακρύνεται.

Ο Χάρι, όμως, δεν τον ακολούθησε. Έμεινε για μια τελευταία λέξη με τον Ρον και την Ερμιόνη.