Выбрать главу

Ο Βόας έδειξε με την ουρά του μιαν άλλη επιγραφή κι ο Χάρι διάβασε: «Αυτό το φίδι γεννήθηκε σε ζωολογικό κήπο».

«Α, κατάλαβα», είπε ο Χάρι. «Δηλαδή δεν έχεις πάει ποτέ στη Βραζιλία...»

Καθώς το φίδι κουνούσε πάλι το κεφάλι του, ακούστηκε μια γυναικεία φωνή, τόσο δυνατή, που ο Χάρι αναπήδησε τρομαγμένος.

«Ντάντλι! Βέρνον! Ελάτε να δείτε τι κάνει το φίδι! Δε θα το πιστέψετε!»

O Ντάντλι ξαναγύρισε προς το φίδι, όσο πιο γρήγορα μπορούσαν να τον φέρουν τα χοντρά πόδια του.

«Φύγε απ' τη μέση εσύ!» είπε, σπρώχνοντας τον Χάρι με τόση δύναμη, που εκείνος έπεσε στο τσιμεντένιο δάπεδο.

Αυτό όμως που συνέβη κατόπιν, συνέβη τόσο γρήγορα, που κανείς δεν πρόλαβε να το δει. Ενώ τη μια στιγμή ο Ντάντλι και ο Πιρς είχαν σχεδόν κολλημένο το μούτρο τους στο τζάμι, την άλλη έκαναν κι οι δυο ένα πήδημα προς τα πίσω, ουρλιάζοντας τρομαγμένοι.

Ο Χάρι ανακάθισε, κοίταξε και φώναξε κι αυτός από τρόμο. Το τζάμι μπροστά απ' το κλουβί του τεράστιου βόα είχε εξαφανιστεί. Το φίδι ξεδιπλωνόταν τώρα γρήγορα κι είχε αρχίσει να γλιστρά επάνω στο δάπεδο της αίθουσας, ενώ οι άλλοι επισκέπτες γύρω ούρλιαζαν κι έτρεχαν προς τις εξόδους.

Καθώς το φίδι γλιστρούσε γρήγορα από δίπλα του, ο Χάρι ήταν σίγουρος πως άκουσε μια σιγανή και σφυριχτή φωνή να λέει: «Έρχομαι, Βραζιλία!... Ευχαριστώ, αμίγκο...»

Όσο για το φύλακα σ' αυτό το τμήμα του ζωολογικού κήπου, είχε πάθει σοκ.

«Μα... το τζάμι!» έλεγε και ξανάλεγε. «Πού πήγε το τζάμι;»

Αργότερα, ο ίδιος ο διευθυντής του ζωολογικού κήπου έφτιαξε τσάι για τη θεία Πετούνια, ενώ ζητούσε συνέχεια συγγνώμη απ' όλους γι' αυτό που είχε συμβεί. Ο Ντάντλι κι ο Πιρς έτρεμαν τόσο πολύ, που τραύλιζαν όταν προσπαθούσαν να μιλήσουν. Απ' όσο είχε προλάβει να δει ο Χάρι, το φίδι δεν είχε κάνει τίποτα περισσότερο απ' το ν' ανοιγοκλείσει κοροϊδευτικά τα σαγόνια του προς το μέρος τους, ώσπου όμως να βρεθούν πάλι όλοι μέσα στο αμάξι του θείου Βέρνον, ο Ντάντλι έλεγε πως το φίδι παραλίγο να δαγκώσει το πόδι του κι ο Πιρς ορκιζόταν πως είχε προσπαθήσει να τον σκοτώσει, σφίγγοντας τον με τις κουλούρες του. Το χειρότερο απ' όλα όμως, χειρότερο για τον Χάρι, εννοείται, έγινε όταν ο Πιρς, αφού ηρέμησε λίγο, είπε: «Ο Χάρι μιλούσε στο φίδι. Έτσι δεν είναι, Χάρι;»

Ο θείος Βέρνον περίμενε ώσπου ο Πιρς να φύγει απ' το σπίτι, προτού αρχίσει να μαλώνει τον ανιψιό του. Ήταν μάλιστα τόσο θυμωμένος, που δυσκολευόταν να μιλήσει· το μόνο που κατόρθωσε να πει ήταν: «Πήγαινε... αποθήκη... νηστικός!», προτού πέσει σχεδόν αναίσθητος σε μια πολυθρόνα. Η θεία Πετούνια αναγκάστηκε να του φέρει τρέχοντας ένα ποτήρι γεμάτο μπράντι.

Πολύ αργότερα ο Χάρι, ξαπλωμένος στο στενό ντιβάνι μέσα στην αποθήκη του, παρακαλούσε να είχε ένα ρολόι. Δεν ήξερε τι ώρα ήταν κι έτσι δεν μπορούσε να υπολογίσει αν οι Ντάρσλι είχαν αποκοιμηθεί. Έτσι δεν τολμούσε να γλιστρήσει στην κουζίνα, για να βρει κάτι να φάει.

O Χάρι είχε ζήσει με τους Ντάρσλι δέκα χρόνια, δέκα απαίσια χρόνια, όλη του τη ζωή μέχρι τώρα, από τότε που ήταν μωρό κι οι γονείς του είχαν σκοτωθεί σ' εκείνο το αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Δε θυμόταν αν ήταν κι εκείνος στο αυτοκίνητο όταν πέθαναν οι γονείς του. Καμιά φορά, όταν στριφογύριζε άυπνος στη μικρή αποθήκη, η μνήμη του του έφερνε ένα παράξενο όραμα: μια εκτυφλωτική αστραπή από πράσινο φως κι ένα δυνατό πόνο στο μέτωπο του. Αυτό, έλεγε με το μυαλό του, θα πρέπει να ήταν η σύγκρουση, αν και δεν μπορούσε να φανταστεί τι σχέση μπορεί να είχε το πράσινο φως. Όσο για τους γονείς του, δεν μπορούσε να τους θυμηθεί καθόλου. Ο θείος κι η θεία του δεν μιλούσαν ποτέ γι αυτούς και, φυσικά, του απαγόρευαν να κάνει ερωτήσεις. Ούτε φωτογραφίες τους υπήρχαν πουθενά μέσα στο σπίτι... -

Όταν ήταν πιο μικρός, ο Χάρι ονειρευόταν συχνά πως κάποιοι άγνωστοι συγγενείς εμφανίζονταν ξαφνικά και τον έπαιρναν μακριά, αλλά κάτι τέτοιο δεν είχε συμβεί βέβαια ποτέ. Οι Ντάρσλι, λοιπόν, θα πρέπει να ήταν οι μοναδικοί συγγενείς του. Κι όμως, καμιά φορά είχε την εντύπωση (ή μήπως ήταν μόνο ελπίδα;) πως άγνωστοι άνθρωποι στο δρόμο έδειχναν να τον ξέρουν. Και μάλιστα πολύ παράξενοι άνθρωποι! Ένας μικροκαμωμένος άντρας με βιολετί καπέλο τον είχε χαιρετήσει με υπόκλιση, κάποια φορά που είχε βγει για ψώνια με τη θεία Πετούνια και τον Ντάντλι. Αφού είχε πρώτα ρωτήσει θυμωμένη τον Χάρι αν ήξερε αυτόν τον τύπο, η θεία Πετούνια τους είχε τραβήξει βιαστικά απ' το μαγαζί, χωρίς ν' αγοράσει τίποτα. Άλλη μια φορά, πάλι, μια γριά γυναίκα ντυμένη όλη στα πράσινα, του είχε κουνήσει χαρούμενα το χέρι της σε κάποιο λεωφορείο. Κι ένας φαλακρός άντρας με μακρύ μοβ παλτό, του είχε σφίξει το χέρι στο δρόμο, μόλις πριν από μερικές μέρες. Μετά είχε απομακρυνθεί χωρίς λέξη. Το πιο περίεργο απ' όλα, όμως, ήταν ο παράξενος τρόπος που εξαφανίζονταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι όταν ο Χάρι προσπαθούσε να τους δει από πιο κοντά.