Ο Ντάντλι κι ο θείος Βέρνον μπήκαν στην κουζίνα κι αμέσως ζάρωσαν κι οι δυο τις μύτες τους απ' τη μυρωδιά της καινούριας στολής του Χάρι. Όπως το συνήθιζε, ο θείος Βέρνον άνοιξε αμέσως την εφημερίδα του, ενώ ο Ντάντλι χτύπησε το μπαστούνι του «Σμέλτινγκς», το οποίο κουβαλούσε παντου μαζί του, επάνω στο τραπέζι.
Λίγα λεπτά αργότερα όλοι άκουσαν το χαρακτηριστικό θόρυβο που έκαναν οι επιστολές καθώς έπεφταν στο δάπεδο του χολ, από το μικρό άνοιγμα της πόρτας.
«Φέρε τα γράμματα, Ντάντλι», είπε ο θείος Βέρνον πίσω από την εφημερίδα του.
«Πες στον Χάρι να τα φέρει...»
«Χάρι, φέρε τα γράμματα».
«Πες στον Ντάντλι να τα φέρει...»
«Δώσ' του μια με το μπαστούνι, Ντάντλι».
Ο Χάρι απέφυγε μ' ευλυγισία το μπαστούνι και πήγε να φέρει τα γράμματα. Τρία ήταν πεσμένα στο χαλί: μια κάρτα από την αδελφή του θείου Βέρνον, τη Μαρτζ, που έλειπε σε διακοπές, ένας καφέ φάκελος, που πρέπει να είχε μέσα κάποιο λογαριασμό, και... ένα γράμμα για τον Χάρι!
Ο Χάρι το πήρε στα χέρια του και το κοίταξε, ενώ η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά, που νόμιζε πως θα σπάσει. Κανείς, ποτέ, σ' ολόκληρη τη ζωή του, δεν του είχε γράψει γράμμα!... Και ποιος να του γράψει άλλωστε; Δεν είχε φίλους, ούτε άλλους συγγενείς. Δεν ήταν γραμμένος στη δανειστική βιβλιοθήκη κι έτσι δεν είχε πάρει ποτέ ούτε καν ένα αυστηρό σημείωμα που να ζητά πίσω τα καθυστερημένα βιβλία... Κι όμως, να το, εδώ, μπροστά στα μάτια του, ένα γράμμα, με το όνομα του παραλήπτη γραμμένο τόσο καθαρά, που δε χωρούσε καμία αμφιβολία. Κυριον Χάρι Πάτερ
Στην αποθήκη κάτω από τη σκάλα
ΟδόςΠριβέτ4
Λιτλ Χουίνγκιν, επαρχία Σάρεϊ
Ο φάκελος ήταν φτιαγμένος από χοντρό και λίγο κιτρινωπό χαρτί κι η διεύθυνση γραμμένη με καταπράσινο μελάνι. Δεν υπήρχε γραμματόσημο.
Γυρίζοντας το φάκελο απ' την άλλη μεριά, με χέρια που έτρεμαν, ο Χάρι είδε πως ήταν κλεισμένος με μια σφραγίδα από κόκκινο κερί, η οποία είχε ένα περίεργο έμβλημα: ένα λιοντάρι, έναν αετό, ένα σκαντζόχοιρο κι ένα φίδι, πλαισιωμένα από ένα κεφαλαίο Χ.
«Γρήγορα, μικρέ», φώναξε ο θείος Βέρνον από την κουζίνα. «Τι κάνεις τόση ώρα; Ψάχνεις μήπως μας έστειλαν καμιά βόμβα με το ταχυδρομείο;» Και γέλασε πλατιά με το ίδιο του το αστείο.
Ο Χάρι ξαναγύρισε στην κουζίνα, με το Βλέμμα ακόμη στηλωμένο στο γράμμα του. Έδωσε την κάρτα και τον καφέ φάκελο στο θείο Βέρνον. Μετά κάθισε στη θέση του κι άρχισε ν' ανοίγει αργά το δικό του γράμμα.
Ο θείος Βέρνον άνοιξε τον καφέ φάκελο, διάβασε το περιεχόμενο του και μετά τον πέταξε στο τραπέζι, νευριασμένος. Έπειτα γύρισε την κάρτα απ' την άλλη πλευρά.
«Η Μαρτζ είναι άρρωστη», είπε στη θεία Πετούνια. «Έφαγε κάτι μύδια και...»
«Μπαμπά!» τον διέκοψε ξαφνικά ο Ντάντλι. «Ο Χάρι πήρε κάτι».
Ο Χάρι ήταν έτοιμος να ξεδιπλώσει το γράμμα του, που ήταν γραμμένο στο ίδιο χοντρό χαρτί όπως κι ο φάκελος, όταν ο θείος Βέρνον το άρπαξε απότομα απ' τα χέρια του.
«Αυτό είναι δικό μου!» φώναξε ο Χάρι, προσπαθώντας να το ξαναπάρει.
«Και ποιος θα έγραφε σε σένα;» είπε κοροϊδευτικά ο θείος Βέρνον, ξεδιπλώνοντας το γράμμα με το ένα χέρι και ρίχνοντας του μια ματιά. Αμέσως το πρόσωπο του έγινε από κόκκινο καταπράσινο, πιο γρήγορα κι απ' τα φανάρια της τροχαίας. Αλλά δε σταμάτησε εκεί. Μέσα σ' ένα δευτερόλεπτο είχε γίνει γκρίζο, σαν πολυκαιρισμένο κουρκούτι!
«Π... Π... Πετούνια!» μουρμούρισε.
Ο Ντάντλι προσπάθησε κι αυτός ν' αρπάξει το γράμμα, για να το διαβάσει, αλλά ο θείος Βέρνον σήκωσε ψηλά το χέρι του, για να μην το φτάνει. Γεμάτη περιέργεια, η θεία Πεχούνια το πήρε απ' τον άντρα της κι άρχισε να το διαβάζει. Αμέσως και το δικό της πρόσωπο άλλαξε. Έγινε κατάχλομο, σαν να ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει! Έφερε το ελεύθερο χέρι στο λαιμό της κι έκανε έναν ήχο σαν να τη στραγγάλιζαν.
«Βέρνον!» είπε. «Θεέ μου, Βέρνον!»
Κοίταξαν ο ένας τον άλλο στα μάτια, σαν να είχαν ξεχάσει εντελώς την παρουσία του Ντάντλι και του Χάρι. Ο Ντάντλι, όμως, δεν ήταν συνηθισμένος να τον ξεχνούν. Έδωσε, λοιπόν, μια με το μπαστούνι στο κεφάλι του πατέρα του.
«Θέλω να διαβάσω κι εγώ το γράμμα!» είπε δυνατά.
«Εγώ θέλω να το διαβάσω!» φώναξε θυμωμένος ο Χάρι. «Αφού είναι δικό μου!»
«Φύγετε κι οι δυο σας από δω!» είπε ο θείος Βέρνον, Βάζοντας το γράμμα στο φάκελο του.
Ο Χάρι δεν κουνήθηκε.
«Θέλω το γράμμα μου!» φώναζε δυνατά.
«Δώσ' το σε μένα!» φώναξε ο Ντάντλι.
«Έξω!» αγρίεψε ο θείος Βέρνον. Και αρπάζοντας τον Ντάντλι και τον Χάρι απ' τους γιακάδες, τους έσυρε έξω στο χολ κι έκλεισε πίσω τους την πόρτα της κουζίνας. Αμέσως ο Ντάντλι κι ο Χάρι άρχισαν να παλεύουν σιωπηλά για το ποιος θα κρυφάκουγε απ' την κλειδαρότρυπα. Ο Ντάντλι κέρδισε κι έτσι ο Χάρι, με τα γυαλιά του να κρέμονται απ' το ένα του αφτί, ξάπλωσε κάτω και κόλλησε το άλλο του αφτί στη χαραμάδα, ανάμεσα στην πόρτα και το πάτωμα.