Πνίγοντας μια κραυγή, ο θείος Βέρνον πετάχτηκε από την καρέκλα του κι έτρεξε στο χολ. Ο Χάρι έτρεξε πίσω του. Ο θείος Βέρνον αναγκάστηκε να παλέψει με το γιο του για να του πάρει το γράμμα, κάτι που έγινε ακόμη δυσκολότερο, αφού ο Χάρι είχε σκαρφαλώσει στην πλάτη του και του έσφιγγε δυνατά το λαιμό. Μετά από μερικές στιγμές άνισης πάλης, όπου όλοι έφαγαν αρκετές μπαστουνιές, ο θείος Βέρνον ανασηκώθηκε λαχανιασμένος, με το γράμμα του Χάρι σφιγμένο στο ένα του χέρι.
«Πήγαινε στην αποθήκη... θέλω να πω, στο δωμάτιο σου!» φώναξε στον Χάρι. Κι εσύ, Ντάντλι... κάτσε ήσυχος...»
Μέσα στο καινούριο του δωμάτιο, ο Χάρι άρχισε να περπατά πάνω-κάτω και να σκέφτεται. Κάποιος φαινόταν να ξέρει πως είχε μετακομίσει από την αποθήκη και πως δεν είχε πάρει το πρώτο του γράμμα. Αυτό δεν μπορεί παρά να σημαίνει πως θα προσπαθούσε πάλι, έτσι; Κι αυτή τη φορά θα φρόντιζε να φτάσει το γράμμα του στα δικά του χέρια. Γιατί ο Χάρι είχε ένα σχέδιο. Την άλλη μέρα το πρωί το ξυπνητήρι χτύπησε στις έξι. Ο Χάρι το είχε ρυθμίσει στα κρυφά το προηγούμενο βράδυ· το σταμάτησε αμέσως και ντύθηκε χωρίς κανένα θόρυβο, γιατί δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να ξυπνήσει τους Ντάρσλι. Κατέβηκε τη σκάλα στις μύτες των ποδιών του, χωρίς ν' ανάψει κανένα φως.
Το σχέδιο του ήταν να βγει αθόρυβα έξω, να περιμένει τον ταχυδρόμο στη γωνία της οδού Πριβέτ και να πάρει από αυτόν όλα τα γράμματα για το σπίτι με τον αριθμό 4. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά καθώς διέσχιζε το σκοτεινό χολ προς την εξώπορτα.
«ΑΑΑΑΑΡΡΡΓΚ!»
Ο Χάρι πήδησε στον αέρα... Είχε πατήσει κάτι μεγάλο και μαλακό μπροστά στην πόρτα... κάτι ζωντανό!
Φώτα άναψαν αμέσως στο επάνω πάτωμα. O Χάρι είδε με φρίκη πως αυτό το μεγάλο και μαλακό κάτι ήταν το πρόσωπο του θείου του. Ο θείος Βέρνον, τυλιγμένος σ' έναν υπνόσακο, είχε κοιμηθεί κάτω, μπροστά στην εξώπορτα, ακριβώς για να εμποδίσει τον Χάρι να κάνει αυτό που σκόπευε να κάνει. Φυσικά άρχισε αμέσως να τον μαλώνει, φωνάζοντας δυνατά. Σταμάτησε μόνο για να του πει να πάει να ετοιμάσει το τσάι. Ο Χάρι πήγε με συρτά Βήματα στην κουζίνα. Ώσπου να ετοιμάσει το τσάι, το ταχυδρομείο είχε έρθει και τα γράμματα βρίσκονταν στα χέρια του θείου Βέρνον. Ανάμεσα τους ο Χάρι μπόρεσε να διακρίνει τρεις φακέλους στους οποίους η διεύθυνση ήταν γραμμένη με πράσινο μελάνι.
«Θέλω...» άρχισε να λέει, αλλά ο θείος Βέρνον έσκιζε κιόλας τα τρία γράμματα μπροστά στα μάτια του.
Εκείνη τη μέρα ο θείος Βέρνον δεν πήγε στη δουλειά του. Εμεινε σπίτι και κάρφωσε μια σανίδα μπροστά στο μικρό άνοιγμα της πόρτας απ' όπου έπεφταν τα γράμματα.
«Καταλαβαίνεις τώρα;» είπε στη θεία Πετούνια, με το στόμα του γεμάτο καρφιά. «Αν ο ταχυδρόμος δεν μπορεί να παραδώσει τα γράμματα, θα σταματήσει να τα φέρνει!»
«Δε νομίζω πως μ' αυτόν τον τρόπο θα πετύχεις κάτι, Βέρνον...»
«Άκου που σου λέω!» επέμεινε εκείνος. «Το μυαλό αυτών των τύπων δουλεύει περίεργα, όχι σαν το δικό σου και το δικό μου, Πετούνια...»
Κι ο θείος Βέρνον προσπάθησε να καρφώσει το τελευταίο καρφί με το κομμάτι του από το κέικ σοκολάτας που του είχε φέρει η θεία Πετούνια. Την Παρασκευή, όχι τρία, αλλά δώδεκα γράμματα ήρθαν για τον Χάρι. Όπως δεν μπορούσαν να περάσουν απ' το γραμματοκιβώτιο, κάποιος τα είχε γλιστρήσει κάτω από την πόρτα κι απ' τα πλαϊνά της και τα είχε ακόμη σπρώξει με το ζόρι από το μικρό παραθυράκι της τουαλέτας στο κάτω πάτωμα.
Ο θείος Βέρνον έμεινε και πάλι σπίτι. Αφού πρώτα έκαψε όλα τα γράμματα, στη συνέχεια πήρε σφυρί και καρφιά και κάρφωσε με σανίδες την πόρτα κι όλα τα παράθυρα του ισογείου, ώστε κανείς να μην μπορεί να βγαίνει από κει. Ήταν χλομός καθώς δούλευε, ενώ αναπηδούσε με τον παραμικρό θόρυβο. Το Σάββατο τα πράγματα άρχισαν να χειροτερεύουν. Είκοσι τέσσερα γράμματα για τον Χάρι είχαν τρυπώσει μέσα στο σπίτι, τυλιγμένα και κρυμμένα μέσα στη θήκη με τα είκοσι τέσσερα αβγά, την οποία ο παραξενεμένος γαλατάς έδωσε στη θεία Πετούνια απ' το μισάνοιχτο παράθυρο του σαλονιού. Κι ενώ ο θείος Βέρνον έκανε έξαλλα τηλεφωνήματα στο ταχυδρομείο και τη βιομηχανία γάλακτος προσπαθώντας να βρει κάποιον για να παραπονεθεί, η θεία Πετούνια έκανε τα γράμματα κιμά στην ηλεκτρική κρεατομηχανή της.
«Μα ποιος, διάολε, θέλει τόσο πολύ να σου μιλήσει;» ρώτησε ο Ντάντλι μ' απορία τον Χάρι.
Την Κυριακή το πρωί ο θείος Βέρνον κάθισε στο τραπέζι για πρωινό δείχνοντας χλομός και λίγο άρρωστος, αλλά ευχαριστημένος.
«Ο ταχυδρόμος δεν έρχεται τις Κυριακές», τους θύμισε χαμογελώντας ενώ άλειβε με μαρμελάδα την εφημερίδα του. «Δε θα 'χουμε γράμματα σήμερα...»
Την ίδια στιγμή κάτι έπεσε με ταχύτητα απ' την καμινάδα της κουζίνας και τον χτύπησε με δύναμη στο σβέρκο. Αμέσως άλλα τριάντα ή σαράντα γράμματα τινάχτηκαν στον αέρα μέσα απ' το τζάκι. Οι Ντάρσλι έσκυψαν για να προστατευθούν, αλλά ο Χάρι άρχισε να πηδά εδώ κι εκεί προσπαθώντας να πιάσει ένα.