Выбрать главу

«Έξω! Έξω!»

Ουρλιάζοντας ο θείος Βέρνον, άρπαξε τον Χάρι και τον πέταξε με δύναμη έξω στο χολ. Κι όταν, σχεδόν αμέσως, η θεία Πετούνια κι ο Ντάντλι βγήκαν τρέχοντας απ' την κουζίνα, ο θείος Βέρνον έκλεισε την πόρτα. Απ' έξω, όμως, όλοι μπορούσαν ν' ακούνε καθαρά τα γράμματα να πέφτουν και να χτυπούν με δύναμη στους τοίχους και στο πάτωμα.

«Ως εδώ!» είπε ο θείος Βέρνον, όταν βγήκε απ' την κουζίνα. Προσπαθούσε να μιλήσει ήρεμα, αλλά τραβούσε με μανία τρίχες απ' το μουστάκι του. «Σας θέλω όλους εδώ σε πέντε λεπτά, έτοιμους για ταξίδι! Πάρτε μαζί σας μόνο λίγα ρούχα. Και δε θέλω αντιρρήσεις!»

Έδειχνε μάλιστα τόσο άγριος με το μισό μουστάκι του να λείπει, που κανείς δεν τόλμησε να πει τίποτα. Δέκα λεπτά αργότερα είχαν όλοι περάσει με δυσκολία μέσα από τη μισοσφραγίσμένη πόρτα και βρίσκονταν καθισμένοι στο αυτοκίνητο, που έτρεχε προς την πιο κοντινή εθνική οδό. Στο πίσω κάθισμα ο Ντάντλι μυξόκλαιγε, γιατί ο πατέρας του του είχε δώσει μια σφαλιάρα επειδή τους καθυστερούσε, καθώς προσπαθούσε να βάλει την τηλεόραση, το Βίντεο και το κομπιούτερ του σ' έναν αθλητικό σάκο.

Η γρήγορη οδήγηση συνεχίστηκε για ώρες ολόκληρες. Ούτε καν η θεία Πετούνια τολμούσε να ρωτήσει πού πήγαιναν. Κάθε τόσο ο θείος Βέρνον έκανε μιαν απότομη στροφή κι άρχιζε να οδηγεί για λίγο στην αντίθετη πλευρά του δρόμου.

«Τώρα θα τους μπερδέψω... θα τους μπερδέψω για καλά...» έλεγε κάθε φορά που έκανε αυτή τη μανούβρα.

Όλη μέρα δε σταμάτησαν ούτε μια φορά για να πιουν ή να φάνε κάτι. Όταν άρχισε να σουρουπώνει, ο Ντάντλι ούρλιαζε στο πίσω κάθισμα. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε περάσει μια τόσο άσχημη μέρα. Πεινούσε, είχε χάσει πέντε απ' τα πιο αγαπημένα του προγράμματα στην τηλεόραση και δεν είχε ποτέ περάσει τόσο πολλές ώρες χωρίς να εξολοθρεύσει τουλάχιστον έναν εξωγήινο με το κομπιούτερ του.

Αργά το βράδυ ο θείος Βέρνον σταμάτησε, επιτέλους, στη μισοσκότεινη είσοδο ενός ξενοδοχείου, στα περίχωρα κάποιας μεγάλης πόλης. Ο Ντάντλι κι ο Χάρι μοιράστηκαν ένα δωμάτιο με δύο κρεβάτια, που είχαν υγρά και παγωμένα σεντόνια. Ο Ντάντλι αποκοιμήθηκε αμέσως κι άρχισε να ροχαλίζει, αλλά ο Χάρι έμεινε ξύπνιος, καθισμένος στο περβάζι του παραθύρου, να κοιτάζει κάτω τα φώτα των αμαξιών που περνούσαν και ν' αναρωτιέται... Την άλλη μέρα είχαν για πρωινό κορνφλέικς με παγωμένο γάλα και πολυκαιρισμένο τυρί με φρυγανιές. Προτού όμως τελειώσουν, η διευθύντρια του ξενοδοχείου πλησίασε το τραπέζι τους.

Τους έδειξε ένα φάκελο, όπου η διεύθυνση ήταν γραμμένη με πράσινο μελάνι. Κύριον Χάρι Πότερ

Δωμάτιο 17

Ξενοδοχείου «Ρεϊλβιου»

Κόκγουορθ

Ο Χάρι άπλωσε γρήγορα το χέρι του για ν' αρπάξει το γράμμα, αλλά ο θείος Βέρνον, ακόμη πιο γρήγορος, το έσπρωξε μακριά. Η ξενοδόχος τους κοιτούσε απορημένη. «Έχω καμιά εκατοστή από δαύτα στο γραφείο μου», είπε.

«Θα τα πάρω εγώ», είπε ο θείος Βέρνον και σηκώθηκε όρθιος για να την ακολουθήσει. «Δε θα ήταν καλύτερα να ξαναγυρίσουμε σπίτι μας, χρυσέ μου;» πρότεινε δειλά η θεία Πετούνια μερικές ώρες αργότερα. Ο θείος Βέρνον, όμως, δεν έδειξε καν να την άκουσε. Συνέχισε να οδηγεί αμίλητος. Όσο για το τι έψαχνε να Βρει, κανείς δεν μπορούσε να το μαντέψει. Κάποια στιγμή οδήγησε το αυτοκίνητο Βαθιά σ' ένα πυκνό δάσος, παρκάρισε, βγήκε έξω και κοίταξε γύρω μουρμουρίζοντας ακαταλαβίστικα λόγια στον εαυτό του. Μετά ξανακάθισε στο τιμόνι και ξεκίνησαν πάλι. Το ίδιο ακριβώς έκανε κι αργότερα, στη μέση ενός οργωμένου αγρού, αλλά και στην κορυφή ενός πολυώροφου γκαράζ.

«Ο μπαμπάς τρελάθηκε;» ρώτησε παθητικά ο Ντάντλι τη μητέρα του κατά το απογευματάκι — ο θείος Βέρνον είχε παρκάρει σε μιαν ακρογιαλιά, τους είχε κλειδώσει μέσα στο αυτοκίνητο κι είχε εξαφανισθεί.

Σε λίγο άρχισε να βρέχει. Μεγάλες σταγόνες έπεφταν με δύναμη στη σκεπή του αμαξιού κι ο Ντάντλι άρχισε να μυξοκλαίει.

«Είναι Δευτέρα», είπε ο Ντάντλι στη μητέρα του. «Ο Μεγάλος Ουμπέρτο, ο ταχυδακτυλουργός, έχει πρόγραμμα απόψε. Θέλω να μείνουμε κάπου που να έχει τηλεόραση!»

Δευτέρα. Αυτό έκανε τον Χάρι να θυμηθεί κάτι. Αν σήμερα ήταν Δευτέρα —και συνήθως ο Ντάντλι ήξερε καλά τις ημέρες, εξαιτίας των προγραμμάτων στην τηλεόραση— τότε αύριο, Τρίτη, ο Χάρι έκλεινε τα έντεκα. Βέβαια, συνήθως, τα γενέθλια του κάθε άλλο παρά ευχάριστα ήταν. Πέρυσι οι Ντάρσλι του είχαν κάνει δώρο μια κρεμάστρα κι ένα ζευγάρι παλιές κάλτσες του Ντάντλι. Και πάλι όμως... δεν ήταν και λίγο που συμπλήρωνε τα έντεκα του χρόνια...

Σε λίγο ο θείος Βέρνον ξαναγύρισε χαμογελώντας. Στα χέρια του κρατούσε ένα μακρύ και λεπτό πακέτο. Όταν η θεία Πετούνια τον ρώτησε τι είχε αγοράσει, δεν απάντησε.