«Βρήκα το καλύτερο μέρος!» τους είπε. «Εμπρός, όλοι εςω!»
Έκανε μεγάλη παγωνιά έξω απ' το αυτοκίνητο. Ο θείος Βέρνον τους έδειχνε με τεντωμένο το χέρι του κάτι που έμοιαζε με μεγάλο βράχο στ' ανοιχτά της θάλασσας. Στην κορυφή του βράχου ήταν χτισμένη η πιο άθλια καλύβα που μπορούσε κανείς να φανταστεί. Και για ένα πράγμα μπορούσαν να είναι όλοι βέβαιοι: εκεί δεν είχε τηλεόραση!
«Περιμένουν θύελλα απόψε!» είπε ευχαριστημένος ο θείος Βέρνον, τρίβοντας τα χέρια του. «Κι αυτός εδώ ο κύριος δέχθηκε πρόθυμα να μας δανείσει τη βάρκα του».
Ένας γέρος άντρας χωρίς δόντια τους πλησίασε με συρτά βήματα, δείχνοντας με το χέρι του μια παλιά ψαρόβαρκα λίγο πιο πέρα.
«Αγόρασα κιόλας μερικά τρόφιμα», είπε ο θείος Βέρνον. «Μπορούμε λοιπόν να ξεκινήσουμε αμέσως. Όλοι μέσα!»
Το κρύο μέσα στη Βάρκα ήταν ακόμη πιο δυνατό. Παγωμένες σταγόνες θαλασσινού νερού και Βροχής έκαναν τα πρόσωπα τους να τσούζουν, ενώ ο αέρας ολοένα και δυνάμωνε. Μετά από ένα διάστημα, που φάνηκε σ' όλους σαν ώρες ατέλειωτες, έφτασαν στο βράχο. Από εκεί ο θείος Βέρνον, γλιστρώντας και παραπατώντας, τους οδήγησε στην καλύβα.
Το εσωτερικό της ήταν κάτι περισσότερο από απαίσιο. Μύριζε έντονα φύκια και κουτσουλιές γλάρων. Ο παγωμένος αέρας έμπαινε από τις χαραμάδες των ξύλινων τοίχων και το τζάκι ήταν βρεμένο και άδειο από ξύλα. Η καλύβα είχε μόνο δύο δωμάτια.
Ο θείος Βέρνον μοίρασε τρόφιμα- δηλαδή τι τρόφιμα, ένα σακουλάκι τσιπς και μια μπανάνα για τον καθένα. Αφού τα έφαγαν, ο θείος Βέρνον προσπάθησε ν' ανάψει φωτιά στο τζάκι με τις σακούλες από τα τσιπς, αλλά το λεπτό πλαστικό κάηκε βγάζοντας καπνό κι όχι φλόγα.
«Μακάρι να 'χαμε τώρα μερικά απ' αυτά τα γράμματα, έτσι;» είπε μετά χαμογελώντας.
Ο θείος Βέρνον ήταν τώρα καλοδιάθετος. Αυτό σήμαινε πως πίστευε ότι κανένας δε θα μπορούσε να τους πλησιάσει, και μάλιστα μ' αυτή την καταιγίδα, για να τους δώσει γράμματα. Ο Χάρι συμφωνούσε, αλλ' αυτό δεν του έδινε καμιά ευχαρίστηση.
Όσο σκοτείνιαζε, η καταιγίδα δυνάμωνε. Πιτσιλιές νερού από τα μεγάλα κύματα μούσκευαν τους τοίχους της καλύβας κι ένας δυνατός άνεμος έκανε τα βρόμικα τζάμια να τρίζουν. Η θεία Πετούνια βρήκε σε μια γωνιά δυο μουχλιασμένες κουβέρτες κι έφτιαξε ένα πρόχειρο κρεβάτι για τον Ντάντλι στον καναπέ του ενός δωματίου. Εκείνη κι ο θείος Βέρνον πήγαν να ξαπλώσουν στο διπλό κρεβάτι του άλλου δωματίου, αφήνοντας τον Χάρι να περάσει τη νύχτα του στο πάτωμα, σκεπασμένος μόνο με το παλτό του.
Η καταιγίδα δυνάμωσε κι άλλο στη διάρκεια της νύχτας κι ο Χάρι δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Έτρεμε από το κρύο και στριφογύριζε στο πάτωμα, προσπαθώντας μάταια να βρει μια βολική στάση, ενώ το στομάχι του γουργούριζε από την πείνα. Τα ροχαλητά του Ντάντλι καλύπτονταν από τους κεραυνούς, που γίνονταν όλο και πιο συχνοί όσο η νύχτα προχωρούσε. Ο φωτεινός δίσκος στο ρολόι του Ντάντλι, που φωσφόριζε καθώς το χοντρό μπράτσο του κρεμόταν έξω από την κουβέρτα, έδειχνε στον Χάρι πως η ώρα πλησίαζε έντεκα. Από την άβολη θέση του στο πάτωμα, ο Χάρι κοιτούσε το ρολόι, βλέποντας τη μέρα των γενεθλίων του να πλησιάζει, κι αναρωτιόταν: οι Ντάρσλι θα θυμούνταν, άραγε, πως αύριο έκλεινε τα έντεκα; Και πού να βρισκόταν τώρα αυτός που του έστελνε τα γράμματα;
Αλλα πέντε λεπτά ως τις δώδεκα. Ο Χάρι άκουσε κάτι από έξω να τρίζει. Ευχήθηκε να μην πέσει επάνω τους η σκεπή, γιατί τότε, εκείνος τουλάχιστον, θα κρύωνε ακόμη περισσότερο. Τέσσερα λεπτά ως τα μεσάνυχτα... Ίσως αυτή κιόλας τη στιγμή το σπίτι στην οδό Πριβέτ να ήταν τόσο γεμάτο από γράμματα, που, όταν γύριζαν εκεί, να κατάφερνε ν' αρπάξει ένα...
Τρία λεπτά ακόμη... Αυτός ο θόρυβος έξω, να ήταν άραγε η θάλασσα που χτυπούσε πάνω στο βράχο; Και (δυο λεπτά ακόμη...) τι ήταν αυτός ο περίεργος θόρυβος; Μήπως ο βράχος έσπαγε και βυθιζόταν στη θάλασσα;
Ένα λεπτό ακόμη... και μετά ο Χάρι θα γινόταν έντεκα χρόνων! Τριάντα δευτερόλεπτα... είκοσι... δέκα... εννιά... ίσως άξιζε τον κόπο να ξυπνήσει τον Ντάντλι, μόνο και μόνο για να τον νευριάσει... τρία... δύο... ένα...
ΜΠΟΥΜ!
Ολόκληρη η καλύβα κουνήθηκε δυνατά κι ο Χάρι ανακάθισε τρομαγμένος, με το Βλέμμα του στηλωμένο στην πόρτα. Κάποιος βρισκόταν απ' έξω και χτυπούσε για να μπει μέσα.
4. Ο κλειδοκράτορας
Μπουμ! Το χτύπημα στην πόρτα ακούστηκε πάλι κι ο Ντάντλι πετάχτηκε τρομαγμένος. «Κανονιές πέφτουν;» ρώτησε.
Ένας θόρυβος ακούστηκε πίσω του κι ο θείος Βέρνον μπήκε τρέχοντας στο δωμάτιο. Στα χέρια του κρατούσε ένα δίκαννο. Τώρα όλοι ήξεραν τι ήταν το μακρύ και λεπτό πακέτο που είχε κουβαλήσει μαζί του.
«Ποιος είναι;» φώναξε. «Όποιος και να 'ναι, τον προειδοποιώ: είμαι οπλισμένος!»