Выбрать главу

Μια σύντομη σιωπή ακολούθησε. Μετά... ΚΡΑΑΑΚ!

Η πόρτα της καλύβας χτυπήθηκε με τόση δύναμη από έξω, που ξεκόλλησε απ' τον τοίχο κι έπεσε με τρομερό θόρυβο στο πάτωμα.

Ένας αληθινά γιγάντιος άντρας στεκόταν στο άνοιγμα. Το πρόσωπο του δε φαινόταν σχεδόν καθόλου πίσω από τα μακριά και μπερδεμένα του μαλλιά και γένια, αλλά τα μάτια του ξεχώριζαν, καθώς γυάλιζαν σαν βρεμένα κάρβουνα. Ο γίγαντας μπήκε με δυσκολία στην καλύβα. Χρειάστηκε να σκύψει· το κεφάλι του σχεδόν άγγιζε την οροφή. Στη συνέχεια σήκωσε εύκολα την πόρτα και τη στερέωσε στη θέση της. Την έκλεισε κι ο θόρυβος της καταιγίδας κόπασε για λίγο. Κατόπιν γύρισε και τους κοίταξε όλους. «Μήπως υπάρχει Λίγο ζεστό τσάι;» ρώτησε. «Δεν ήταν κι εύκολο ταξίδι...»

Μετά πλησίασε στον καναπέ, όπου καθόταν ο Ντάντλι παγωμένος από φό6ο.

«Κάνε πιο πέρα, μπόγε!» είπε ο άγνωστος άντρας.

Ο Ντάντλι έβγαλε μια στριγκή κραυγή τρόμου κι έτρεξε να κρυφτεί πίσω απ' τη μητέρα του, που ήταν κι αυτή κρυμμένη πίσω από το θείο Βέρνον.

«Α, να κι ο Χάρι!» είπε κατόπιν ο γίγαντας.

Ο Χάρι κοίταξε το σκεπασμένο από μαλλιά και γένια πρόσωπο κι είδε πως τα λαμπερά μαύρα μάτια χαμογελούσαν.

«Την τελευταία φορά που σε είδα, ήσουν μωρό», συνέχισε ο γίγαντας. «Μοιάζεις πολύ με τον μπαμπά σου, αλλά έχεις της μαμάς σου τα μάτια...»

Ο θείος Βέρνον καθάρισε με δυσκολία το λαιμό του.

«Απαιτώ να φύγετε αμέσως, κύριε!» είπε αυστηρά. «Μπήκατε εδώ παράνομα και...»

«Βγάλε καλύτερα το σκασμό, Ντάρσλι» αποκρίθηκε ο γίγαντας. Κατόπιν άπλωσε το ένα χέρι του, τράβηξε το δίκαννο απ' τα χέρια του θείου Βέρνον, το λύγισε στα δύο, σαν να ήταν φτιαγμένο από λάστιχο, και το πέταξε με περιφρόνηση σε μια άκρη του δωματίου.

Ένας πνιχτός ήχος βγήκε απ' το λαιμό του θείου Βέρνον, αλλά δε μίλησε.

«Αοιπόν, Χάρι», είπε ο γίγαντας, γυρίζοντας την πλάτη του στους Ντάρσλι, «χρόνια πολλά για τα γενέθλια σου! Να ζήσεις και να τα εκατοστήσεις! Έχω εδώ κάτι για σένα... ρείνα ζουλήχτηκε λίγο, αλλά η γεύση θα είναι εντάξει...»

Κι από μια εσωτερική τσέπη του μαύρου παλτού του έβγαλε ένα λίγο στραπατσαρισμένο χαρτονένιο κουτί. Το έδωσε στον Χάρι. Εκείνος το άνοιξε με χέρια που έτρεμαν. ήταν ένα μεγάλο κέικ σοκολάτας· και πάνω του ήταν γραμμένες με πράσινη ζάχαρη οι λέξεις Χρόνια Πολλά, Χάρι.

Ο Χάρι κοίταξε το γίγαντα. Ήθελε να του πει ευχαριστώ, αλλά τα μόνα λόγια που βγήκαν απ' το στόμα του ήταν: «Ποιος είσαι;»

Ο γίγαντας γέλασε πλατιά.

«Ναι, ξέχασα να συστηθώ», αποκρίθηκε. «Με λένε Ρούμπεους Χάγκριντ. Είμαι κλειδοκράτορας και δασοφύλακας στη σχολή "Χόγκουαρτς"».

Κι απλώνοντας το τεράστιο χέρι του, έσφιξε ολόκληρο το μπράτσο του Χάρι.

«Τι θα γίνει, λοιπόν, μ' αυτό το τσάι;» ρώτησε κατόπιν. «Όχι, δηλαδή, πως δεν προτιμώ κάτι πιο δυνατό, αν σας βρίσκεται...»

Μετά το βλέμμα του έπεσε στο άδειο τζάκι κι ένας ήχος περιφρόνησης ξέφυγε από τα χείλη του. Έσκυψε μπροστά στο τζάκι, χωρίς οι άλλοι να μπορούν να δουν τι έκανε. Όταν τραβήχτηκε πίσω, μια δυνατή φωτιά έκαιγε στην πυροστιά. Οι φλόγες της φώτισαν το σκοτεινό δωμάτιο κι ο Χάρι ένιωσε τη ζέστη της να τον τυλίγει, σαν να είχε ξαφνικά βυθιστεί ολόκληρος στο ζεστό νερό μιας μπανιέρας.

Κατόπιν ο γίγαντας κάθισε στον καναπέ, που βούλιαξε ολόκληρος κάτω απ' το βάρος του ενώ έτριζε επικίνδυνα. Άρχισε να βγάζει από τις τσέπες του διάφορα αντικείμενα: μια χάλκινη κατσαρόλα, ένα πακέτο λουκάνικα, ένα μακρύ σιδερένιο πιρούνι, μια τσαγιέρα, μερικά παλιά εμαγιέ κύπελλα κι ένα μπουκάλι με κάποιο χρυσαφένιο ποτό, από όπου ήπιε μια γερή γουλιά, προτού αρχίσει να φτιάχνει τσάι. Σε λίγο άρχισε να ψήνει στη φωτιά τα λουκάνικα κι ολόκληρη η καλύβα γέμισε από τη λαχταριστή μυρωδιά τους. Όση ώρα ο γίγαντας δούλευε, κανείς δεν είχε μιλήσει, όταν όμως έβγαλε απ' τη φωτιά τα πρώτα τρία ροδοψημένα λουκάνικα, ο Ντάντλι άπλωσε αυθόρμητα το χέρι του. Αμέσως ο θείος Βέρνον είπε απότομα: «Μην πάρεις τίποτα απ' αυτόν, Ντάντλι!»

Ο γίγαντας γέλασε σαρκαστικά.

«Αυτό το βουβάλι, ο γιος σου, Ντάρσλι, δε χρειάζεται άλλο πάχος. Μην ανησυχείς, λοιπόν, δε θα του δώσω τίποτα!»

Κατόπιν έδωσε τα λουκάνικα στον Χάρι, που πεινούσε τόσο πολύ, ώστε αισθάνθηκε αμέσως πως στη ζωή του δε θα είχε ξαναφάει ποτέ κάτι τόσο νόστιμο. Ενώ τα καταβρόχθιζε, όμως, δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από το γίγαντα. Στο τέλος, αφού εκείνος δεν έδειχνε καμιά διάθεση να δώσει εξηγήσεις, ο Χάρι του είπε: «Λυπάμαι, αλλά ακόμη δεν ξέρω ποιος είσαι».

Ο γίγαντας ήπιε μια γουλιά τσάι και σκούπισε το στόμα με την ανάποδη του χεριού του.

«Λέγε με Χάγκριντ» αποκρίθηκε. «Όλοι αυτό κάνουν. Κι όπως είπα πριν, είμαι κλειδοκράτορας και δασοφύλακας στο "Χόγκουαρτς"... Σίγουρα θα ξέρεις για το "Χόγκουαρτς"...»