«Εεεε... όχι», είπε ο Χάρι.
Ο Χάγκριντ έδειξε ταραγμένος.
«Λυπάμαι», είπε βιαστικά ο Χάρι.
«Λυπάσαι;» φώναξε ο Χάγκριντ, γυρίζοντας για να κοιτάξει απειλητικά τους Ντάρσλι, που ζάρωσαν φοβισμένοι στον τοίχο. «Αυτοί εκεί πρέπει να λυπούνται! Το 'ξερα πως δεν έπαιρνες τα γράμματα σου, αλλά δε φανταζόμουν πως δεν ήξερες τίποτα ούτε και για το "Χόγκουαρτς"! Μα τα γένια μου! Καλά, εσύ δεν αναρωτήθηκες ποτέ πού τα 'μαθαν όλα αυτά οι γονείς σου;»
«Όλα ποια;» ρώτησε ο Χάρι.
«Δηλαδή ούτε αυτό το ξέρεις; Για μια στιγμή!» φώναξε ο γίγαντας, τόσο δυνατά, που τα βρόμικα τζάμια της καλύβας έτριξαν. Είχε πεταχτεί όρθιος κι ο θυμός τον έκανε τώρα να δείχνει ακόμη μεγαλύτερος — φαινόταν να γεμίζει το μικρό δωμάτιο. Οι Ντάρσλι είχαν τώρα αρχίσει να τρέμουν. Ο Χάγκριντ γύρισε προς το μέρος τους κι ο Ντάντλι έβαλε αμέσως τα κλάματα.
«Θέλετε να μου πείτε», τους φώναξε, «πως αυτό το αγόρι... αυτό εδώ το παιδί... δεν ξέρει τίποτα;»
Ο Χάρι έκανε τη σκέψη πως αυτό πια ήταν λίγο υπερβολικό. Στο κάτω κάτω της γραφής είχε πάει σχολείο κι οι 6αθμοί του δεν ήταν καθόλου κακοί!
«Ξέρω αρκετά πράγματα», διαμαρτυρήθηκε. «Μαθηματικά... κι άλλα διάφορα...»
Ο Χάγκριντ, όμως, έκανε μια κίνηση περιφρόνησης με το χέρι. «Πα το δικό μας κόσμο, εννοώ», είπε. «Για τον κόσμο σου, τον κόσμο μου. Τον κόσμο των γονιών σου!»
«Ποιον κόσμο;» ρώτησε ο Χάρι.
Ο Χάγκριντ έδειχνε τώρα σαν να ήταν έτοιμος να σκάσει.
«Ντάρσλι!» ούρλιαξε.
Ο θείος Βέρνον, που ήταν κατάχλομος, άνοιξε το στόμα του, αλλά δεν μπόρεσε να μιλήσει. Ο Χάγκριντ γύρισε πάλι στον Χάρι.
«Δεν μπορεί, θα πρέπει να ξέρεις για τη μαμά και τον μπαμπά σου», του είπε. «Αφού είναι διάσημοι... Διάσημοι, σου λέω!»
«Διάσημοι;» ρώτησε παραξενεμένος ο Χάρι. «Η μαμά μου κι ο μπαμπάς μου δεν ήταν διάσημοι...»
O Χάγκριντ τον κοίταξε μ' απορία, ενώ περνούσε τα δάχτυλα και των δύο χεριών του μέσα από τ' ακατάστατα μαλλιά του.
«Δηλαδή», ρώτησε κατόπιν, «δεν ξέρεις ούτε καν ποιος είσαι, Χάρι;»
Ο θείος Βέρνον βρήκε ξαφνικά τη φωνή του.
«Σταμάτα!» διέταξε το γίγαντα. «Ούτε μια λέξη παραπάνω! Σου απαγορεύω να πεις στο παιδί το παραμικρό!»
Ακόμα και πιο θαρραλέοι άντρες από το θείο Βέρνον θα είχαν τρομάξει από το Βλέμμα που του έριξε ο γίγαντας.
Κι όταν ο Χάγκριντ μίλησε πάλι, η φωνή του έτρεμε από λύσσα. «Δεν του είπες τίποτα;» φώναξε. «Ούτε λέξη από το γράμμα που άφησε ο Ντάμπλντορ για το μικρό; Ήμουν εκεί, ξέρεις, εκείνο το βράδυ. Με τα μάτια μου είδα τον Ντάμπλντορ ν' αφήνει το γράμμα. Και του το κράτησες κρυφό όλα αυτά τα χρόνια;»
«Τι κράτησε κρυφό από μένα;» ρώτησε με λαχτάρα ο Χάρι.
«Όχι! Το απαγορεύω!» φώναξε πανικόβλητος ο θείος Βέρνον.
Πίσω του η θεία Πετούνια άφησε να της ξεφύγει μια κραυγή φρίκης.
«Άντε να πνιγείτε κι οι δυο σας!» είπε με περιφρόνηση ο Χάγκριντ. «Όσο για σένα, Χάρι... είσαι μάγος!»
Η σιωπή μέσα στην καλύβα ήταν τώρα απόλυτη. Το μόνο που ακουγόταν, ήταν ο θόρυβος του ανέμου και της θάλασσας.
«Είμαι... τι;» ρώτησε κατόπιν ο Χάρι.
«Μάγος, φυσικά», αποκρίθηκε ο Χάγκριντ και ξανακάθισε στον καναπέ, που βούλιαξε ακόμη περισσότερο απ' το βάρος του. «Και πολύ καλός μάγος, μάλιστα, αφού βέβαια εξασκηθείς πρώτα λίγο... Με γονείς σαν τους δικούς σου, τι άλλο θα μπορούσες να είσαι; Και νομίζω πως ήρθε τώρα η στιγμή να διαβάσεις το γράμμα σου».
Τρέμοντας, ο Χάρι άπλωσε το χέρι για να πάρει τον κιτρινωπό φάκελο, όπου τα γράμματα ήταν γραμμένα με πράσινο μελάνι: «Κύριον Χ. Πότερ, πάτωμα, καλύβα-στον-βράχο, στη θάλασσα». Τον άνοιξε, έβγαλε από μέσα το γράμμα κι άρχισε να διαβάζει.
Διευθυντής: Άλμπους Ντάμπλντορ
(Αρχηγός του Τάγματος Μέρλιν και μέλος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Μάγων)
Αγαπητέ κύριε Πότερ,
Έχω την ευχαρίστηση να σας ανακοινώσω πως μια θέση με υποτροφία σας περιμένει στη Σχολή «Χόγκουαρτς» για Μαγείες και Ξόρκια. Σας εσωκλείω έναν κατάλογο με όλα τα βιβλία και σύνεργα που θα σας χρειαστούν.
Το σχολικό έτος αρχίζει την 1η Σεπτεμβρίου. Η κουκουβάγια σας πρέπει να βρίσκεται εδώ το αργότερο ως ης 31 Ιουλίου.
Πάντα στη διάθεση σας
Πολλές ερωτήσεις στριφογύριζαν τώρα στο μυαλό του Χάρι και δεν ήξερε ποια να κάνει πρώτη. Μετά από μερικές στιγμές μουρμούρισε: «Τι θα πει... πως περιμένουν την κουκουβάγια μου;»
«Μα τα γένια μου, το ξέχασα!» φώναξε ο Χάγκριντ, χτυπώντας με το χέρι το μέτωπο του. Κατόπιν, από κάποια άλλη τσέπη του παλτού του, έβγαλε μια κουκουβάγια —μια αληθινή, ζωντανή και λίγο αναμαλλιασμένη κουκουβάγια — , μια περγαμηνή σε ρολό και μια πένα με μακρύ φτερό. Μετά, δαγκώνοντας κάθε τόσο τα χείλη του, άρχισε να γράφει αργά, ενώ ο Χάρι διάβαζε ανάποδα τις λέξεις.