«Δεν πρέπει να χάνω την ψυχραιμία μου», είπε, «αλλά ευτυχώς που δεν πέτυχα εντελώς. Βλέπεις, ήθελα να τον μεταμορφώσω σε γουρούνι... Αλλά είναι κιόλας τόσο πολύ γουρούνι, που λίγα έμεναν να γίνουν...» Κατόπιν έριξε ένα παρακλητικό βλέμμα στον Χάρι. «Θα σ' το χρωστώ χάρη, αν δεν πεις τίποτα γι' αυτό στο "Χόγκουαρτς"», είπε. «Βλέπεις, δε μου... δε μου επιτρέπεται να κάνω μάγια... Μου 'δωσαν την άδεια να κάνω μερικά μικροπράγματα... για να μπορώ να σ' ακολουθώ και να φέρνω τα γράμματα σου, αλλά...»
«Γιατί δεν επιτρέπεται να κάνεις μάγια;» ρώτησε ο Χάρι.
«Να... βλέπεις... ήμουν κι εγώ μαθητής στο "Χόγκουαρτς", αλλά με απέβαλαν... στον τρίτο χρόνο... Έσπασαν το μαγικό ραβδί μου κι όλα τα σχετικά... Ο Ντάμπλντορ, όμως, μ' άφησε να μείνω στη σχολή, σαν δασοφύλακας. Καταπληκτικός τύπος ο Ντάμπλντορ...»
«Και γιατί σε απέβαλαν;»
«Είναι αργά κι έχουμε πολλά να κάνουμε αύριο», είπε βιαστικά ο Χάγκριντ. «Πρέπει να πάμε στην πόλη, ν' αγοράσουμε τα βιβλία σου και...»
Μιλώντας, είχε βγάλει το χοντρό μαύρο παλτό του και το πέταξε στον Χάρι.
«Τυλίξου μ' αυτό και κοιμήσου», συνέχισε. «Και μην τρομάξεις, αν το νιώσεις να κουνιέται λίγο. Νομίζω πως έχω ακόμη ένα-δυο ποντικάκια στη μια τσέπη!»
5. Η Διαγώνιος Αλέα
Ο Χάρι ξύπνησε νωρίς το άλλο πρωί. Αν και καταλάβαινε πως είχε ξημερώσει, κρατούσε τα μάτια του κλειστά.
«Ήταν όνειρο!» έλεγε αποφασιστικά στον εαυτό του. «Ονειρεύτηκα πως ένας γίγαντας με τ' όνομα Χάγκριντ ήρθε να μου πει πως θα πάω σ' ένα σχολείο για μάγους. Κι όταν ανοίξω τα μάτια μου, θα βρεθώ στο σπίτι του θείου Βέρνον, στην αποθήκη μου...»
Ξαφνικά ένα δυνατό ταπ-ταπ ακούστηκε.
«Και να η θεία Πετούνια, που μου χτυπά την πόρτα για να ξυπνήσω», σκέφτηκε ο Χάρι κι η καρδιά του βούλιαξε. Και πάλι, όμως, δεν άνοιξε τα μάτια. Γιατί το όνειρο που είχε δει ήταν τόσο ευχάριστο...
Ταπ. Ταπ. Ταπ.
«Εντάξει», μουρμούρισε ο Χάρι. «Σηκώνομαι».
Ανασηκώθηκε, άνοιξε τα μάτια και το βαρύ μαύρο παλτό του Χάγκριντ έπεσε από πάνω του. Η καλύβα ήταν γεμάτη από το φως του ήλιου. Η καταιγίδα είχε περάσει. O Χάγκριντ κοιμόταν ακόμη στο βουλιαγμένο καναπέ και μια κουκουβάγια χτυπούσε με το ένα πόδι της το τζάμι κρατώντας μια εφημερίδα στο ράμφος της.
Ο Χάρι πετάχτηκε όρθιος. Ένιωθε τόσο ευτυχισμένος, που νόμιζε πως θα σκάσει. Πήγε ίσια στο παράθυρο και το άνοιξε. Η κουκουβάγια μπήκε μέσα κι άφησε την εφημερίδα να πέσει επάνω στον Χάγκριντ, ο οποίος όμως δεν ξύπνησε. Μετά η κουκουβάγια κάθισε πάνω στο παλτό του Χάγκριντ κι άρχισε να το τσιμπά.
«Όχι. Άσ' το αυτό!» φώναξε ο Χάρι.
Κουνώντας δυνατά τα χέρια του, προσπάθησε να διώξει την κουκουβάγια, αλλά εκείνη του ανοιγόκλεισε απειλητικά το ράμφος της και συνέχισε να τσιμπά το παλτό.
«Χάγκριντ!» φώναξε ανήσυχος ο Χάρι. «Είναι μια κουκουβάγια εδώ και...»
«Πλήρωσε την», αποκρίθηκε ο γίγαντας, χωρίς ν' ανοίξει τα μάτια του.
«Τι;»
«Θέλει πληρωμή, επειδή έφερε την εφημερίδα. Ψάξε στις τσέπες μου...»
Το παλτό του Χάγκριντ φαινόταν να είναι γεμάτο τσέπες· άλλες ήταν γεμάτες με αρμαθιές κλειδιά, άλλες με σκάγια για κυνηγετικό όπλο, άλλες με κομμάτια σπάγκου, καραμέλες μέντας, μέχρι και φακελάκια τσάι... Τέλος ο Χάρι κατάφερε να βρει μερικά παράξενα νομίσματα.
«Δώσ' της πέντε μαστίγια», είπε νυσταγμένα ο Χάγκριντ.
«Μαστίγια;»
«Αυτά τα μικρά, από χαλκό...»
Ο Χάρι μέτρησε πέντε απ' τα μικρά χάλκινα νομίματα. Η κουκουβάγια του άπλωσε το ένα πόδι της, για να πάρει τα χρήματα και να τα βάλει σ' ένα μικρό δερμάτινο πουγκί που ήταν δεμένο σ' αυτό. Κατόπιν πέταξε έξω απ' το ανοιχτό παράθυρο.
Ο Χάγκριντ χασμουρήθηκε δυνατά, έτριψε τα μάτια του κι ανακάθισε.
«Καλύτερα να ξεκινήσουμε, Χάρι», είπε, «γιατί έχουμε πολλά να κάνουμε σήμερα. Πρέπει να πάμε στο Λονδίνο και να ψωνίσουμε όλα σου τα πράγματα για το σχολείο...»
Ο Χάρι, όμως, κοιτούσε ακόμη τα περίεργα νομίσματα.
Είχε μόλις σκεφθεί κάτι που σκίαζε την ευτυχία του.
«Εεε... Χάγκριντ», είπε.
«Ναι», αποκρίθηκε ο γίγαντας φορώντας τις μακριές μπότες του.
«Εγώ δεν έχω καθόλου χρήματα... Κι άκουσες χθες το θείο Βέρνον: δε θα πληρώσει για να πάω σε σχολή και να μάθω μαγικά...»
«Μη σε νοιάζει γι' αυτό», αποκρίθηκε ο Χάγκριντ, ενώ σηκωνόταν όρθιος κι άρχιζε να ξύνει με δύναμη το κεφάλι του. «Νομίζεις πως οι γονείς σου δε σου άφησαν τίποτα;»
«Μα αφού το σπίτι τους καταστράφηκε...»
«Δεν είχαν το χρυσάφι τους στο σπίτι, μικρέ! Κι ο δικός μας πρώτος σταθμός σήμερα θα είναι το "Γκρίνγκοτς" — η τράπεζα των μάγων! Φάε τώρα ένα λουκάνικο. Και κρύα νόστιμα είναι... Όσο για μένα, δε θα 'λεγα όχι σ' ένα κομμάτι κέικ. Είναι, βλέπεις, τα γενέθλια σου...»
«Δηλαδή», ρώτησε ο Χάρι, «οι μάγοι έχουν δική τους τράπεζα;»