Μέσα στο βαγόνι οι άλλοι επιβάτες τους κοίταζαν συνέχεια. Ο Χάγκριντ έπιασε μόνος του δυο καθίσματα κι ατάραχος άρχισε να πλέκει κάτι που έμοιαζε με τεράστιο κίτρινο αντίσκηνο.
«Έχεις ακόμη το γράμμα σου, Χάρι;» τον ρώτησε κάποια στιγμή, ενώ μετρούσε προσεκτικά τους πόντους.
Ο Χάρι έβγαλε απ' την τσέπη του το φάκελο από περγαμηνή και του τον έδειξε.
«Ωραία. Γιατί γράφει μέσα όλα όσα θα σου χρειαστούν».
Ο Χάρι άνοιξε το φάκελο κι έβγαλε από μέσα ένα δεύτερο κομμάτι χαρτί, που δεν το είχε προσέξει το προηγούμενο βράδυ. Το άνοιξε κι άρχισε να διαβάζει:
Οι πρωτοετείς φοιτητές θα χρειαστούν:
1) Τρία ζεύγη από απλούς μανδύες εργασίας (μαύρους).
2) Ένα απλό μυτερό καπέλο (μαύρο) για καθημερινή χρήση.
3) Ένα ζευγάρι προστατευτικά γάντια (δέρμα δράκου ή κάτι παρόμοιο).
4) Μια χειμωνιάτικη μπέρτα (μαύρη, με ασημένιο κούμπωμα).
Παρακαλώ, σημειώσατε ότι όλα τα ρούχα των φοιτητών πρέπει να έχουν ετικέτες με το όνομα τους.
Όλοι οι φοιτητές πρέπει να έχουν ένα αντίτυπο των παρακάτω:
Εγχειρίδιο βασικής μαγείας, Τάξη Α', της Μιράντα Γκόσακ.
Ιστορία της μαγείας, της Μπατίλντα Μπάγκσοτ.
Μαγικές θεωρίες, του Άνταλμπερτ Γουάφλιν.
Οδηγός αρχαρίων για μεταμορφώσεις, του Έμεριχ Σουίτς.
Χίλια μαγικά βότανα και μανιτάρια, της Φίλιντα Σπόαρ.
Μαγικά ποτά και φίλτρα, του Αρσένιο Τζίγκερ.
Φανταστικά ζώα και ηού βρίσκονται, του Νιουτ Σκάμαντερ.
Οι σκοτεινές δυνάμεις: οδηγός αυτοπροστασίας, του Κουέντιν Τριμπλ.
1 ραβδί
1 τσουκάλι (από μέταλλο, μέγεθος 2)
1 σειρά ποτήρια, ή μικρά μπουκάλια
1 τηλεσκόπιο
1 χάλκινη ζυγαριά και βαρίδια
Επίσης οι φοιτητές μπορούν να φέρουν στο σχολείο μία κουκουβάγια, ή μία γάτα, ή ένα βάτραχο.
ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΟΥΜΕ ΣΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΟΤΙ ΣΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΕΤΕΙΣ ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΣΚΟΥΠΟΞΥΛΑ
«Μπορούμε όλα αυτά να τα αγοράσουμε στο Λονδίνο;» ρώτησε ο Χάρι.
«Αν ξέρεις πού να πας», αποκρίθηκε ο Χάγκριντ.
Ποτέ πριν ο Χάρι δεν είχε πάει στο Λονδίνο. Όσο για τον Χάγκριντ, αν και φαινόταν να ξέρει πού πηγαίνει, ήταν ολοφάνερο πως ήταν ασυνήθιστος να ταξιδεύει με το συνηθισμένο τρόπο. Δυσκολεύτηκε να περάσει από τον αυτόματο έλεγχο εισιτηρίων στο μετρό και μέσα στο Βαγόνι παραπονιόταν δυνατά πως τα καθίσματα ήταν στενά και το τρένο πολύ αργό.
«Δεν καταλαβαίνω πώς οι Μαγκλ τα καταφέρνουν χωρίς μαγεία», είπε ο Χάγκριντ καθώς ανέβαιναν τη χαλασμένη κυλιόμενη σκάλα, που τους έφερε σ' έναν πολυσύχναστο δρόμο, γεμάτο καταστήματα.
Ο Χάγκριντ ήταν τόσο τεράστιος, που όλοι παραμέριζαν μπροστά του για να περάσει. Το μόνο που είχε να κάνει ο Χάρι, ήταν να τον ακολουθεί από κοντά. Πέρασαν μπροστά από βιβλιοπωλεία και δισκάδικα, μαγαζιά που πουλούσαν χάμπουργκερ, κινηματογράφους, καφενεία και μπαρ, αλλά δεν είδαν πουθενά κάποιο μαγαζί που να δείχνει ότι πουλάει μαγικά ραβδιά. Ο δρόμος ήταν ένας συνηθισμένος δρόμος, γεμάτος από συνηθισμένους ανθρώπους. Ήταν δυνατόν να υπάρχουν σωροί από χρυσάφι, θαμμένοι βαθιά κάτω απ' αυτόν; αναρωτήθηκε ο Χάρι. Υπήρχαν στ' αλήθεια μαγαζιά που πουλούσαν σκουπόξυλα και βιβλία με ξόρκια; Μήπως όλ' αυτά ήταν ένα μεγάλο αστείο, που οι Ντάρσλι έκαναν εις βάρος του; Αν ο Χάρι δεν ήταν απόλυτα σίγουρος πως οι Ντάρσλι δεν είχαν καθόλου χιούμορ, μπορεί και να το πίστευε. Όμως, παρ' όλα τα απίστευτα που τους είχε διηγηθεί μέχρι τώρα ο Χάγκριντ, ο Χάρι τον εμπιστευόταν.
«Φτάσαμε», είπε ξαφνικά ο Χάγκριντ, σταματώντας. «Το "Ραγισμένο Τσουκάλι" είναι πολύ γνωστό μέρος...»
Ήταν ένα μικρό καφέ-μπαρ, που φαινόταν λίγο βρόμικο. Αν ο Χάγκριντ δεν του το είχε δείξει, ο Χάρι δε θα το είχε προσέξει. Όσοι περνούσαν βιαστικά απ' έξω, δεν του έριχναν ούτε μια ματιά. Το Βλέμμα τους γλιστρούσε απ' το μεγάλο Βιβλιοπωλείο στη μια πλευρά του, στο μεγάλο δισκάδικο στην άλλη, λες και το «Ραγισμένο Τσουκάλι» δεν υπήρχε. Ο
Χάρι, μάλιστα, είχε την περίεργη εντύπωση πως μόνο εκείνος και ο Χάγκριντ μπορούσαν να το δουν. Προτού, όμως, προλάβει να μιλήσει γι' αυτό, ο γίγαντας τον είχε οδηγήσει μέσα.
Μολονότι γνωστό, αυτό το καφέ-μπαρ ήταν σκοτεινό και πολύ παλιό. Μερικές ηλικιωμένες γυναίκες κάθονταν σε μια γωνιά, πίνοντας μικρά φλιτζάνια με σέρι. Μια απ' αυτές κάπνιζε μια μακριά πίπα. Ένας μικρόσωμος άντρας με ψηλό καπέλο κουβέντιαζε με τον μπάρμαν, που ήταν εντελώς φαλακρός και έμοιαζε με φώκια. Ο σιγανός θόρυβος απ' τις κουβέντες σταμάτησε μόλις μπήκαν μέσα. Όλοι έδειχναν να ξέρουν τον Χάγκριντ και του χαμογέλασαν χαιρετώντας τον, ενώ ο μπάρμαν πήρε ένα ποτήρι και ρώτησε: «Το συνηθισμένο σου, Χάγκριντ;»