«Όχι, Τομ, δεν μπορώ να πιω τώρα. Έχω βγει για δουλειά του σχολείου», αποκρίθηκε ο γίγαντας, ακουμπώντας το χέρι του σιον ώμο του Χάρι, πράγμα που έκανε τα γόνατα του Χάρι να λυγίσουν.
«Μα τα γένια μου!» είπε ο μπάρμαν, σκύβοντας για να δει καλύτερα το μικρό. «Μήπως είναι... ο... Γίνεται να...»
Μέσα στο «Ραγισμένο Τσουκάλι» δεν ακουγόταν τώρα ο παραμικρός θόρυβος.
«Ο Χάρι Πότερ!» είπε κατόπιν ο μπάρμαν. «Τι μεγάλη τιμή!»
Μετά βγήκε τρέχοντας πίσω απ' τον πάγκο του μπαρ, άρπαξε το χέρι του Χάρι και το 'σφιξε δυνατά, ενώ δάκρυα πλημμύριζαν τα μάτια του.
«Καλωσορίσατε, κύριε Πότερ!» του είπε. «Καλωσορίσατε!»
Ο Χάρι δεν ήξερε τι να πει. Όλοι τον κοίταζαν. Ο Χάγκριντ δίπλα του χαμογελούσε γεμάτος περηφάνια. Σχεδόν αμέσως, όλοι οι θαμώνες του μπαρ είχαν σηκωθεί όρθιοι και πλησίαζαν για να του σφίξουν το χέρι.
«Ντόρις Κόκφορντ, κύριε Πότερ. Δεν το πιστεύω πως, επιτέλους, σας γνωρίζω...»
«Χαίρομαι για τη γνωριμία, κύριε Πότερ. Χαίρομαι πολύ...»
«Πάντα ήθελα να σας σφίξω το χέρι...»
«Δε φαντάζεστε πόσο χαίρομαι, κύριε Πότερ! Ντιγκλ με λένε, Δαίδαλος Ντιγκλ...»
«Εσάς σας έχω ξαναδεί!» φώναξε ξαφνικά ο Χάρι, καθώς το ψηλό καπέλο του Ντιγκλ έπεσε κάτω απ' την ταραχή του. «Μια φορά, σε κάποιο μαγαζί, μου κάνατε μια υπόκλιση...»
«Με θυμάται!» φώναξε ενθουσιασμένος ο Ντιγκλ. «Το ακούσατε; Με θυμάται!»
Ένας νέος άντρας τον πλησίασε κατόπιν διστακτικά. Ο Χάρι πρόσεξε πως το ένα μάτι του έπαιζε νευρικά.
«Καθηγητά Κούιρελ!» είπε με χαρά ο Χάγκριντ. «Χάρι, ο κύριος Κούιρελ θα είναι ένας απ' τους καθηγητές σου στο "Χόγκουαρτς"...»
«Π-π-π-πότερ, δε φαντάζεσαι π-π-π-πόσο χαίρομαι π-ππου σε γνωρίζω!»
«Και τι μάθημα κάνετε, κύριε καθηγητά;»
«Α-α-α-άμυνα εναντίον τ-τ-των σκοτεινών τ-τ-τ-τεχνών», μουρμούρισε ο καθηγητής, σαν να προτιμούσε να μη μιλά γι' αυτό. «Όχι, δηλαδή, πως εσύ το χρειάζεσαι, Π-π-π-πότερ!» Και γέλασε νευρικά. «Φαντάζομαι πως θα ήρθες για να προμηθευτείς όσα σου χρειάζονται... Κι εγώ π-π-π-πρέπει ν' αγοράσω ένα καινούριο βιβλίο για β-β-β-βρικόλακες».
Οι άλλοι θαμώνες, όμως, δεν άφησαν τον καθηγητή Κούιρελ να μονοπωλήσει περισσότερο τον Χάρι. Τον παραμέρισαν και περικύκλωσαν πάλι το μικρό. Τότε ο Χάγκριντ αναγκάστηκε να υψώσει τη φωνή του, για ν' ακουστεί παρά το θόρυβο.
«Πρέπει να πηγαίνουμε, φίλοι. Έχουμε πολλά ψώνια να κάνουμε. Πάμε, Χάρι...»
Μετά ο Χάγκριντ προχώρησε προς το πίσω μέρος της μακρόστενης και μισοσκότεινης αίθουσας, παραμέρισε μια κουρτίνα κι οδήγησε τον Χάρι σε μια μικρή αυλή, τριγυρισμένη από ψηλό τοίχο. Η αυλή ήταν άδεια, εκτός από δυο σκουπιδοτενεκέδες.
«Σ' το είπα, έτσι;» είπε κατόπιν στον Χάρι χαμογελώντας του. «Σ' το είπα πως είσαι διάσημος! Ακόμη κι ο καθηγητής Κούιρελ έτρεμε που σε γνώρισε. Βέβαια πάντα τρέμει...»
«Είναι πάντα τόσο νευρικός;» ρώτησε ο Χάρι.
«Α, ναι, ο καημένος... Ήταν μια χαρά, όσο καιρό μελετούσε μόνο τα βιβλία. Μετά, όμως, πήρε ένα χρόνο άδεια, για να κάνει πρακτική εξάσκηση και τότε... Λένε πως συνάντησε βρικόλακες στο Μαύρο Δάσος κι από τότε δεν είναι πια ο ίδιος. Φοβάται τους φοιτητές, φοβάται τα θέματα που διδάσκει, τα φοβάται όλα... Τώρα, πού είναι η ομπρέλα μου;»
Βρικόλακες; Μαύρο Δάσος; O Χάρι είχε αρχίσει να ζαλίζεται. Στο μεταξύ ο Χάγκριντ μετρούσε τα τούβλα του τοίχου ακριβώς επάνω από έναν σκουπιδοτενεκέ.
«Τρία στο πλάι... δύο επάνω...» μουρμούριζε. «Εντάξει... Τραβήξου λίγο πίσω, Χάρι...»
Μετά χτύπησε τρεις φορές τον τοίχο με την άκρη της ομπρέλας του.
Το τούβλο που είχε χτυπήσει, άρχισε ξαφνικά να τρέμει, μετά σχίστηκε στα δύο κι ένα άνοιγμα φάνηκε· ένα άνοιγμα που μεγάλωνε καθώς το κοιτούσαν. Το άνοιγμα πήρε το σχήμα καμάρας και συνέχισε να μεγαλώνει, ώσπου έγινε αρκετά μεγάλο ακόμη και για τον ίδιο τον Χάγκριντ. Κι από αυτό το άνοιγμα φαινόταν τώρα η αρχή ενός πλακόστρωτου δρόμου, με πολλές στροφές, που χανόταν στο βάθος.
«Καλωσόρισες στη Διαγώνιο Αλέα», είπε ο Χάγκριντ.
Μετά έπιασε τον Χάρι απ' το χέρι και πέρασαν μαζί το άνοιγμα. Ο Χάρι έριξε μια γρήγορη ματιά πίσω του κι είδε το άνοιγμα να εξαφανίζεται, δίνοντας πάλι τη θέση του στον τοίχο.
'Οταν κοίταξε πάλι μπροστά, είδε πως ο λαμπερός ήλιος φώτιζε ένα μεγάλο σωρό από τσουκάλια, στοιβαγμένα στη μια πλευρά του δρόμου. Από πάνω τους κρεμόταν μια επιγραφή: «Τσουκάλια — Όλα τα μεγέθη — Πήλινα, Χάλκινα, Ασημένια — Με αυτόματο ανακάτωμα».
«Ναι, σου χρειάζεται ένα απ' αυτά», είπε ο Χάγκριντ, ακολουθώντας το βλέμμα του. «Αλλά πρώτα πρέπει να σου βρούμε χρήματα...»
Ο Χάρι ευχήθηκε σιωπηλά να είχε τώρα οκτώ μάτια, για να μπορεί να βλέπει το καθετί γύρω του. Ενώ προχωρούσαν στο στενό δρόμο, γύριζε το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά, για να μη χάσει τίποτα: τα διάφορα μαγαζιά, τα απίθανα εμπορεύματα και τους άνθρωπος που έκαναν τα ψώνια τους! Έξω από ένα φαρμακείο, μια παχουλή γυναίκα κουνούσε το κεφάλι της και μουρμούριζε: «Συκώτι δράκου, δεκαεφτά δρεπάνια το κομμάτι! Μα τι ακρίβεια είναι αυτή;»