Выбрать главу

Παρακάτω, έξω από ένα σκοτεινό και χαμηλό μαγαζί, η επιγραφή έλεγε: «Κουκουβάγιες σ' όλα τα χρώματα». Λίγο πιο πέρα μερικά αγόρια στην ηλικία του Χάρι είχαν τις μύτες τους κολλημένες σε μια βριτρίνα γεμάτη σκουπόξυλα. «Για κοίτα», άκουσε ο Χάρι το ένα απ' αυτά να λέει, «αυτό είναι το καινούριο Σύννεφο 2000! Το πιο γρήγορο απ' όλα!» Μέχρι εκεί που έπιανε το μάτι του, ο Χάρι έβλεπε μαγαζιά που πουλούσαν μανδύες και μπέρτες, μαγαζιά που πουλούσαν τηλεσκόπια και παράξενα εργαλεία που δεν είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή του, βιτρίνες με βαρέλια γεμάτα χολές από νυχτερίδες και μάτια φιδιών, στοίβες ολόκληρες από βιβλία με ξόρκια, κοντυλοφόρους με φτερό, περγαμηνές σε ρολό, μπουκαλάκια για φίλτρα κι ολοστρόγγυλες γυάλινες μπάλες, που έμοιαζαν με το φεγγάρι.

«Να η τράπεζα!» είπε κάποια στιγμή ο Χάγκριντ. «Φτάσαμε στο "Γκρίνγκοτς"». Βρίσκονταν τώρα μπροστά σ' ένα ψηλό και κάτασπροκτίριο, πολύ πιο μεγάλο απ' τα χαμηλά μαγαζιά του δρόμου. Δίπλα στη γυαλιστερή και μπρούντζινη πόρτα του, ντυμένος με χρυσοκόκκινη στολή, στεκόταν...

«Ναι, αυτός είναι ένας καλλικάντζαρος», είπε σιγά ο Χάγκριντ, καθώς ανέβαιναν κι οι δυο τα φαρδιά μαρμάρινα σκαλοπάτια. Ο καλλικάντζαρος ήταν σχεδόν ένα κεφάλι πιο κοντός απ' τον Χάρι, με μελαψό κι έξυπνο πρόσωπο, μυτερή γενειάδα και πολύ μακριά χέρια και πόδια. Υποκλίθηκε Βαθιά καθώς περνούσαν από μπροστά του. Ο Χάρι κι ο Χάγκριντ βρέθηκαν μετά μπροστά σε δυο άλλες πόρτες, ασημένιες και κλειστές αυτή τη φορά, που επάνω τους ήταν χαραγμένες μερικές λέξεις:

Μπες μέσα, ξένε, αλλά θυμήσου: η απληστία είναι αμάρτημα. Αυτοί που ξοδεύουν χωρίς να κερδίζουν, πρέπει κάποτε ακριβά να πληρώσουν. Αν στα υπόγεια μας ψάχνεις για θησαυρό, που ποτέ δικός σου δεν ήταν, κλέφτη, πρόσεχε πολύ, γιατί μπορεί να βρεις κι άλλα εκεί.

«Όπως σου είπα, θα πρέπει να είναι τρελός όποιος προσπαθήσει να ληστέψει αυτή την τράπεζα», παρατήρησε ο Χάγκριντ.

Δυο άλλοι καλλικάντζαροι άνοιξαν τις ασημένιες πόρτες με Βαθιά υπόκλιση. Ο Χάρι, ακολουθώντας το γίγαντα, βρέθηκε σε μια μεγάλη μαρμάρινη αίθουσα. Καμιά εκατοστή καλλικάντζαροι ήσαν καθισμένοι σε ψηλά σκαμνιά πίσω από θυρίδες, άλλοι γράφοντας σε μεγάλα κατάστιχα, άλλοι ζυγίζοντας νομίσματα σε χάλκινες ζυγαριές κι άλλοι εξετάζοντας πολύτιμους λίθους με ειδικούς φακούς. Γύρω-γύρω στην τεράστια αίθουσα υπήρχαν κι άλλες πόρτες, ενώ καλλικάντζαροι συνόδευαν πελάτες μέσα κι έξω απ' αυτές. Ο Χάγκριντ κι ο Χάρι πλησίασαν σε μια άδεια θυρίδα.

«Καλημέρα», είπε ο Χάγκριντ στον καλλικάντζαρο. «Ήρθαμε να πάρουμε μερικά χρήματα απ' το χρηματοκιβώτιο του κυρίου Πότερ».

«Έχετε το κλειδί του, κύριε;» τον ρώτησε ο καλλικάντζαρος.

«Κάπου εδώ το 'χω», αποκρίθηκε ο γίγαντας κι άρχισε να αδειάζει τις τσέπες του επάνω στα χαρτιά του καλλικάντζαρου. Όταν ακούμπησε πάνω σ' αυτά μερικά μπισκότα για σκύλους, ο Χάρι είδε τον καλλικάντζαρο να ζαρώνει τη μύτη του με αηδία. Στη διπλανή θυρίδα, ένας άλλος καλλικάντζαρος ζύγιζε σε ζυγαριά ρουμπίνια, μεγάλα και κατακόκκινα σαν αναμμένα κάρβουνα.

«Να το!» φώναξε θριαμβευτικά ο Χάγκριντ, σηκώνοντας ψηλά ένα μικρό χρυσό κλειδί.

Ο καλλικάντζαρος το πήρε και το κοίταξε προσεκτικά.

«Είναι εντάξει», είπε κατόπιν.

«Κι εδώ», συνέχισε ο Χάγκριντ, «έχω ένα γράμμα από τον καθηγητή Ντάμπλντορ. Είναι για το Ξέρετε-Τι, στο χρηματοκιβώτιο εφτακόσια δεκατρία...»

Ο καλλικάντζαρος πήρε το γράμμα και το διάβασε προσεκτικά.

«Πολύ καλά», είπε κατόπιν, δίνοντας το πίσω στον Χάγκριντ. «Θα βρω κάποιον να σας πάει και στα δυο χρηματοκιβώτια».

Μετά έκανε νόημα σ' έναν άλλον καλλικάντζαρο, ο οποίος και τους πλησίασε. Αφού ο Χάγκριντ ξανάβαλε στις τσέπες του όλα όσα είχε βγάλει απ' αυτές, ακολούθησε μαζί με τον Χάρι τον καλλικάντζαρο σε μια απ' τις πόρτες που έβγαζαν από την τεράστια αίθουσα.

«Τι είναι αυτό το Ξέρεις-Τι στο χρηματοκιβώτιο εφτακόσια δεκατρία;» ρώτησε σιγά ο Χάρι.

«Δεν μπορώ να σου πω. Πολύ μυστικό!» αποκρίθηκε ο Χάγκριντ. «Δουλειά του σχολείου κι ο Ντάμπλντορ εμπιστεύθηκε εμένα. Θα χάσω τη θέση μου, αν σου πω...»

Ο καλλικάντζαρος κράτησε την πόρτα ανοιχτή, για να περάσουν. Ο Χάρι, που περίμενε να δει κι άλλα μάρμαρα, παραξενεύτηκε. Βρίσκονταν ξαφνικά σ' ένα στενό πέτρινο διάδρομο, που φωτιζόταν από αναμμένους πυρσούς στερεωμένους στους τοίχους. Ο διάδρομος κατηφόριζε απότομα και στο πέτρινο δάπεδο του είχε λεπτές ράγες, όπως αυτές των τρένων. Ο καλλικάντζαρος σφύριξε μια φορά κι αμέσως ένα μικρό διθέσιο Βαγόνι παρουσιάστηκε μπροστά τους. Μπήκαν κι οι δυο μέσα — ο Χάγκριντ με κάποια δυσκολία —, ο καλλικάντζαρος κάθισε στη θέση του οδηγού και ξεκίνησαν.