Выбрать главу

Στην αρχή ο Χάρι παρατηρούσε τις στροφές, προσπαθώντας να καταλάβει προς τα πού πήγαιναν, αλλά γρήγορα έχασε κάθε προσανατολισμό. Το βαγόνι φαινόταν να ξέρει τον προορισμό τους, γιατί δεν το οδηγούσε ο καλλικάντζαρος.

Τα μάτια του Χάρι άρχισαν να τσούζουν απ' τον παγωμένο αέρα που χτυπούσε τα πρόσωπα τους, αλλά τα κρατούσε με το ζόρι ορθάνοιχτα, προσπαθώντας να βλέπει όσα περισσότερα γινόταν. Κάποια στιγμή είδε μια δυνατή λάμψη, σαν από φωτιά, και γύρισε γρήγορα για να δει μήπως ήταν κάποιος δράκος. Η λάμψη όμως χάθηκε, ενώ το βαγόνι συνέχισε να κατηφορίζει με μεγάλη ταχύτητα, περνώντας δίπλα από μια υπόγεια λίμνη με σταλακτίτες και σταλαγμίτες γύρω γύρω.

«Ποτέ δεν κατάφερα να μάθω τη διαφορά ανάμεσα σε ένα σταλακτίτη κι ένα σταλαγμίτη», είπε ο Χάρι, φωνάζοντας δυνατά για να ακουστεί παρά το θόρυβο του βαγονιου.

«Ο σταλαγμίτης έχει ένα "μ"», αποκρίθηκε ο Χάγκριντ, που έδειχνε πολύ χλομός. «Μη μου κάνεις όμως ερωτήσεις τώρα, γιατί ζαλίζομαι».

"Οταν, τέλος, το βαγόνι σταμάτησε μπροστά σε μια μικρή, κλειστή πόρτα, ο κατάχλομος Χάγκριντ βγήκε παραπατώντας κι ακούμπησε στον τοίχο για να συνέλθει.

Ο καλλικάντζαρος ξεκλείδωσε την πόρτα. Με το που την άνοιξε, ένας πυκνός πράσινος καπνός βγήκε από μέσα. Όταν ο καπνός άρχισε να διαλύεται, ο Χάρι άφησε να του ξεφύγει ένα επιφώνημα έκπληξης. Γιατί εκεί μέσα βρίσκονταν σωροί από χρυσά, ασημένια και χάλκινα νομίσματα!

«Όλα δικά σου», του είπε χαμογελώντας ο Χάγκριντ.

Αυτό που συνέβαινε, ήταν απίστευτο. Ο Χάρι ήταν σίγουρος πως οι Ντάρσλι δεν είχαν ιδέα γι' αυτόν το θησαυρό, διαφορετικά θα είχαν βρει κάποιο τρόπο για να του τον κλέψουν. Πόσες φορές δεν είχαν παραπονεθεί για το πόσα πολλά τους κόστιζε η διατροφή του! Κι όλα αυτά τα χρόνια υπήρχε ένας μικρός θησαυρός που του ανήκε, θαμμένος κάτω από το Λονδίνο...

Ο Χάγκριντ βοήθησε τον Χάρι να βάλει αρκετά απ' τα νομίσματα σε μια τσάντα.

«Τα χρυσά νομίσματα είναι γαλέρες» του εξήγησε. «Τα ασημένια τα λένε δρεπάνια. Μια γαλέρα έχει δεκαεφτά δρεπάνια και κάθε δρεπάνι είκοσι εννέα μαστίγια. Έτσι λέγονται τα μικρά χάλκινα νομίσματα. Μην ανησυχείς, γρήγορα θα μάθεις να τα ξεχωρίζεις... Ωραία, λοιπόν, αυτά φτάνουν για τον πρώτο χρόνο. Τα υπόλοιπα θα μείνουν εδώ, ασφαλή...» Κατόπιν γύρισε στον καλλικάντζαρο. «Χρηματοκιβώτιο εφτακόσια δεκατρία», του είπε. «Και... μήπως μπορούμε να πηγαίνουμε πιο αργά;»

«Υπάρχει μόνο μία ταχύτητα», αποκρίθηκε εκείνος.

Το βαγόνι άρχισε πάλι να κατηφορίζει, πηγαίνοντας όλο και πιο γρήγορα. Ο αέρας γινόταν όλο και πιο παγωμένος. Κάποια στιγμή βρέθηκαν να περνούν δίπλα από μια βαθιά χαράδρα. Ο Χάρι έσκυψε έξω απ' το βαγόνι για να δει καλύτερα, αλλά ο Χάγκριντ τον άρπαξε απ' το γιακά και τον τράβηξε πάλι μέσα.

Όταν έφτασαν μπροστά στο χρηματοκιβώτιο, είδαν πως το χρηματοκιβώτιο εφτακόσια δεκατρία δεν είχε κλειδαρότρυπα.

«Κάντε πίσω!» τους διέταξε ο καλλικάντζαρος.

Κατόπιν άγγιξε την πόρτα μ' ένα από τα μακριά δάχτυλα του κι η πόρτα εξαφανίστηκε.

Ο Χάρι ήταν σίγουρος πως κάτι το πολύτιμο θα πρέπει να βρισκόταν σ' αυτό το χρηματοκιβώτιο. Γεμάτος περιέργεια, έσκυψε και κοίταξε μέσα, αλλά το μόνο που είδε, ήταν ένα μικρό πακέτο, τυλιγμένο σ' ένα βρόμικο κομμάτι πανί. Σιωπηλός, ο Χάγκριντ πήρε το δέμα, το έκρυψε κάτω απ' το παλτό του και γύρισε στο βαγόνι. Ο Χάρι ήθελε πολύ να μάθει τι περιείχε το δέμα, αλλά καταλάβαινε πως ήταν άσκοπο να ρωτήσει.

«Εμπρός, πάμε», είπε ο Χάγκριντ. «Και μη μου μιλήσεις όσο θ' ανεβαίνουμε, Χάρι. Είναι καλύτερα να κρατάω το στόμα μου κλειστό...» Λίγο αργότερα στέκονταν κι οι δυο έξω από την τράπεζα, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια τους εξαιτίας της δυνατής λιακάδας. Ο Χάρι δεν ήξερε σε ποιο μαγαζί να πρωτοπάει, τώρα που είχε στα χέρια του μια σακούλα χρυσά νομίσματα. Και δεν του χρειαζόταν να υπολογίσει πόσες γαλέρες αντιστοιχούν στη βρετανική λίρα, για να καταλάβει πως κρατούσε στα χέρια του περισσότερα χρήματα απ' όσα είχε ποτέ δει στη ζωή του - περισσότερα κι απ' όσα είχε ποτέ δει στη ζωή του ο ξάδερφος του, ο Ντάντλι!

«Ας αρχίσουμε καλύτερα απ' τη στολή σου», είπε ο Χάγκριντ, δείχνοντας με το κεφάλι του ένα μαγαζί με την επιγραφή «Κυρία Μάλκιν: Μανδύες και μπέρτες για όλες τις περιστάσεις». «Δε μου λες, Χάρι», συνέχισε κατόπιν, «θα σε πείραζε να πεταχτώ ως το "Ραγισμένο Τσουκάλι", για να πιω κάτι; Αυτά τα βαγόνια της τράπεζας πάντα με ζαλίζουν...» Έδειχνε ακόμη χλομός.