«Διάολε, Χάρι, όλο ξεχνάω πόσα λίγα ξέρεις για μας!» αποκρίθηκε ο Χάγκριντ. «Σκέψου να μην ξέρεις τι είναι το κουίντιτς!...»
«Μη με κάνεις κι εσύ να νιώθω χειρότερα!» τον διέκοψε ο Χάρι. Και μετά του είπε για το χλομό αγόρι στης κυρίας Μάλκιν και την κουβέντα μαζί του.
«...και μετά είπε πως παιδιά από οικογένειες Μαγκλ δεν πρέπει να γίνονται δεκτά στο "Χόγκουαρτς", γιατί...»
«Μα εσύ δεν είσαι από οικογένεια Μαγκλ!» φώναξε ο Χάγκριντ. «Αν αυτό το παλιόπαιδο ήξερε ποιος πραγματικά είσαι... Μεγάλωσε ακούγοντας συνέχεια τ' όνομα σου... Αν εκείνος είναι πραγματικά από παλιά οικογένεια μάγων... Είδες πώς σε ήξεραν οι πελάτες στο "Ραγισμένο Τσουκάλι"; Εξάλλου τι μπορεί να ξέρει απ' αυτά ο μικρός; Μερικοί απ' τους καλύτερους μάγους που γνώρισα, ήταν οι πρώτοι μ' αυτό το χάρισμα σ' ολόκληρη την οικογένεια τους! Παράδειγμα η μητέρα σου. Κι είδες τι αδελφή είχε!»
«Ναι, αλλά αυτό το κουίντιτς, τι είναι;» ρώτησε ξανά ο Χάρι.
«Είναι το εθνικό μας σπορ- το σπορ των μάγων. Κάτι σαν... σαν το ποδόσφαιρο, ή το μπάσκετ στον κόσμο των Μαγκλ... Όλοι παρακολουθούν το κουίντιτς. Παίζεται στον αέρα, οι παίκτες είναι πάνω σε σκουπόξυλα... κι υπάρχουν τέσσερις μπάλες...»
«Και τι είναι το Σλίθεριν και το Χάφλπαφλ;»
«Είναι κοιτώνες του σχολείου. Υπάρχουν τέσσερις... Κι όλοι λένε πως στο Χάφλπαφλ βάζουν όλους τους χαζούς, αλλά...»
«Στοιχηματίζω πως θα βάλουν κι εμένα στο Χάφλπαφλ», παρατήρησε απογοητευμένος ο Χάρι.
«Καλύτερα στο Χάφλπαφλ, παρά στο Σλίθεριν», είπε με σιγουριά ο Χάγκριντ. «Γιατί όλοι οι μάγοι που... που πήραν το στραβό δρόμο, ξεκίνησαν από εκεί τις σπουδές τους. Κι ο Ξέρεις-Ποιος εκεί ήταν...»
«Δηλαδή ο Βολ... θέλω να πω ο Ξέρεις-Ποιος, σπούδασε στο "Χόγκουαρτς";» ρώτησε ο Χάρι.
«Ναι. Πριν από πάρα πολλά χρόνια».
Κατόπιν ο Χάγκριντ κι ο Χάρι πήγαν ν' αγοράσουν τα βιβλία του Χάρι σ' ένα μεγάλο μαγαζί με φαρδιά ράφια ως το ταβάνι, γεμάτα Βιβλία: βιβλία τεράστια, δεμένα με δέρμα, Βιβλία μικρά σαν γραμματόσημα, βιβλία γεμάτα περίεργα σύμβολα, ακόμη και Βιβλία με λευκές σελίδες. Ως κι ο Ντάντλι, που δε διάβαζε ποτέ τίποτα, θα ξετρελαινόταν μ' αυτά τα Βιβλία, σκέφθηκε ο Χάρι. Κι ο Χάγκριντ χρειάστηκε να τον τραβήξει απ' το μπράτσο, για να τον πάρει μακριά από βιβλία με τίτλους όπως Μάγια και Αντι-μάγια. Μαγέψτε τους φίλους και νικήστε τους εχθρούς σας με τις πιο καινούριες κατάρες: τριχόπτωση, τρεμάμενα πόδια, γλωσσοδέτης και πολλά, πολλά άλλα, του καθηγητή Βεντίκτους Βιρίντιαν.
«Θα το 'θελα πολύ αυτό το Βιβλίο, για να κάνω μάγια στον Ντάντλι!» δικαιολογήθηκε ο Χάρι.
«Δε λέω πως είναι άσχημη ιδέα, αλλά δεν πρέπει να κάνεις μάγια στον κόσμο των Μαγκλ», αποκρίθηκε ο Χάγκριντ. «Κι εξάλλου, δεν μπορείς ακόμη να κάνεις αυτά τα μάγια. Σου χρειάζεται πρώτα πολλή μελέτη».
Ο Χάγκριντ δεν άφησε τον Χάρι ν' αγοράσει ούτε ένα τσουκάλι από ατόφιο χρυσάφι. «Γράφει από χαλκό στον κατάλογο σου», του θύμισε. Αγόρασαν όμως μια ωραία ζυγαριά για φίλτρα κι ένα χάλκινο τηλεσκόπιο, το οποίο μπορούσε να γίνει τόσο μικρό, ώστε να χωρά στην τσέπη. Μετά πήγαν στο φαρμακείο, που ήταν τόσο γεμάτο από ενδιαφέροντα πράγματα, ώστε κανείς δεν πρόσεχε την απαίσια μυρωδιά: ένα μίγμα από χαλασμένα αβγά και σάπιο λάχανο. Βαρέλια με περίεργα πυκνά υγρά βρίσκονταν εδώ κι εκεί, ενώ γυάλινα Βάζα με ξερά Βότανα και σκόνες σε ζωηρά χρώματα ήταν στοιβαγμένα στα ράφια. Αρμαθιές από δόντια και κέρατα κρέμονταν απ' το ταβάνι.
Ενώ ο Χάγκριντ ζητούσε απ' τον υπάλληλο μικρές ποσότητες απ' όλα τα Βασικά υλικά για φίλτρα, ο Χάρι κοίταζε με ενδιαφέρον τ' ασημένια κέρατα από μονόκερο (τιμή 21 γαλέρες) και τα μικροσκοπικά, γυαλιστερά μάτια κατσαρίδας (τιμή 5 μαστίγια το μικρό χωνάκι).
'Οταν βγήκαν απ' το φαρμακείο, ο Χάγκριντ συμβουλεύθηκε πάλι τον κατάλογο του Χάρι.
«Μόνο το μαγικό ραβδί μάς μένει ν' αγοράσουμε», είπε κατόπιν. «Και... α, ναι... δε σου πήρα ακόμη δώρο για τα γενέθλια σου...»
Ο Χάρι ένιωσε το πρόσωπο του να κοκκινίζει.
«Δεν είναι ανάγκη να...»
«Το ξέρω αυτό», τον διέκοψε ο γίγαντας. «Θα σου κάνω, λοιπόν, δώρο το ζώο σου. Όχι Βάτραχο, δεν είναι πια της μόδας... και θα σε κοροϊδεύουν τ' άλλα παιδιά. Ούτε γάτα, δε μ' αρέσουν οι γάτες, με κάνουν να φταρνίζομαι... Θα σου πάρω, λοιπόν, μια κουκουβάγια! Όλα τα παιδιά στο σχολείο κουκουβάγιες θέλουν, γιατί είναι και χρήσιμες: κουβαλούν την αλληλογραφία σου κι άλλα πολλά...»
Είκοσι λεπτά αργότερα, οι δυο τους βγήκαν απ' το κατάστημα που πουλούσε κουκουβάγιες (ένα κατάστημα σκοτεινό και γεμάτο θροίσματα φτερών και μεγάλα, λαμπερά μάτια). Ο Χάρι κρατούσε με προσοχή ένα κλουβί, που μέσα του βρισκόταν μια μεγάλη κάτασπρη κουκουβάγια, κοιμισμένη και με το κεφάλι κάτω απ' το ένα φτερό της. Η χαρά του ήταν τόσο μεγάλη, που δεν μπορούσε να σταματήσει να λέει «ευχαριστώ», τραυλίζοντας σαν τον καθηγητή Κούιρελ.