Ο Χάρι είχε πια καταλάβει πως δεν υπήρχε άλλη λύση.
«Συγγνώμη», είπε στην παχουλή γυναίκα.
«Ναι, χρυσό μου» αποκρίθηκε εκείνη, ρίχνοντας του ένα διαπεραστικό βλέμμα. «Πρώτη φορά πας στο "Χόγκουαρτς"; Κι ο Ρον μου το ίδιο...»
Και του έδειξε τον πιο μικρό απ' τους γιους της, ένα πολύ ψηλό κι αδύνατο αγόρι, με φακίδες στο πρόσωπο, μακριά χέρια και πόδια και μια μακριά μύτη.
«Ναι, πρώτη φορά», παραδέχθηκε ο Χάρι. Και το πρόβλημα μου είναι... πως... πως δεν ξέρω τι...»
«Δεν ξέρεις πώς να βρεις την πλατφόρμα;» ρώτησε με καλοσύνη η παχουλή γυναίκα κι ο Χάρι κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
«Δεν είναι δύσκολο», τον καθησύχασε κατόπιν. «Το μόνο που πρέπει να κάνεις, είναι να πας ίσια στο φράχτη που χωρίζει τις πλατφόρμες εννέα και δέκα. Μη σταματήσεις και μη φοβηθείς πως θα πέσεις επάνω του! Καλύτερα να το κάνεις γρήγορα, αφού είναι η πρώτη σου φορά κι είσαι λίγο νευρικός... Εμπρός, λοιπόν, πήγαινε πριν από τον Ρον!»
«Εεε...» είπε ο Χάρι. «Εντάξει...»
Σπρώχνοντας το καρότσι του, άρχισε να πλησιάζει το φράχτη, που σε κάθε Βήμα του του φαινόταν όλο και μεγαλύτερος. Άλλοι ταξιδιώτες τον προσπερνούσαν, πηγαίνοντας προς τις πλατφόρμες 9 και 10. Ο Χάρι άρχισε να τρέχει... ο φράχτης πλησίαζε όλο και περισσότερο... το καρότσι κυλούσε σχεδόν ακυβέρνητο... η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη... κι ο Χάρι έκλεισε τα μάτια, περιμένοντας την...
Η σύγκρουση δεν έγινε... το καρότσι συνέχισε να τρέχει... ο Χάρι άνοιξε τα μάτια...
Μια κατακόκκινη ατμομηχανή με πολλά Βαγόνια περίμενε δίπλα σε μια πλατφόρμα γεμάτη ανθρώπους. Μια επιγραφή κρεμασμένη ψηλά έγραφε Χόγκουαρτς Εξπρές, 11 π.μ.
Ο Χάρι κοίταξε πίσω του κι είδε μια σκαλιστή καγκελόπορτα, εκεί όπου πιο πριν ήταν η θυρίδα των εισιτηρίων. Επάνω από την καγκελόπορτα ήταν στερεωμένη μια ταμπέλα με την επιγραφή Πλατφόρμα 9 ¾. Τα είχε καταφέρει!
Καπνός απ' την ατμομηχανή περνούσε πάνω απ' τα κεφάλια των επιβατών, ενώ γάτες κάθε χρώματος τριγύριζαν ανάμεσα στα πόδια τους. Κουκουβάγιες έβγαζαν διαπεραστικές κραυγές, που ακούγονταν ολοκάθαρα παρά το θόρυβο από τις φωνές, τα αγκομαχητά και τα συρσίματα των βαλιτσών.
Τα πρώτα βαγόνια του τρένου ήταν κιόλας γεμάτα με φοιτητές. Μερικοί κρέμονταν από τα παράθυρα, κουβεντιάζοντας με τους συγγενείς τους. Άλλοι τσακώνονταν μεταξύ τους για τις καλύτερες θέσεις. Ο Χάρι άρχισε να σπρώχνει το καρότσι του κατά μήκος του τρένου, ψάχνοντας για μια άδεια θέση. Κάποια στιγμή πέρασε δίπλα από ένα στρογγυλοπρόσωπο αγόρι, που έλεγε: «Γιαγιά, πάλι έχασα το βάτραχο μου...»
«Αχ, Νέβιλ!» αναστέναξε απελπισμένη η γιαγιά.
Ένα άλλο αγόρι, με μακριά κι ανακατωμένα μαλλιά, ήταν τριγυρισμένο από φίλους του.
«Έλα, Λι, μην κάνεις το δύσκολο!» του φώναζαν. «Δείξε μας!»
Το αγόρι έβγαλε το καπάκι από ένα μεγάλο κουτί που κρατούσε στα χέρια του κι οι φίλοι του ξεφώνισαν τρομαγμένοι, καθώς ένα μακρύ και τριχωτό πόδι πετάχτηκε έξω.
Ο Χάρι συνέχισε να προχωρεί μέσα απ' το πλήθος, ώσπου βρήκε ένα άδειο βαγόνι σχεδόν στο τέλος του τρένου. Έβαλε πρώτα μέσα το κλουβί με τη Χέντβιχ και μετά άρχισε να τραβά και να σπρώχνει τη βαριά βαλίτσα του κοντά στην πόρτα του βαγονιού. Μετά προσπάθησε να τη σηκώσει, για να την ανεβάσει επάνω, αλλά δεν τα κατάφερε. Δυο φορές την άφησε να πέσει κάτω, τη μια μάλιστα επάνω στο πόδι του.
«Θέλεις βοήθεια;» Ήταν το ένα απ' τα δυο κοκκινομάλλικα δίδυμα αγόρια, που είχαν φτάσει πριν απ' αυτόν στην πλατφόρμα 9 και ¾.
«Ναι, ευχαριστώ», αποκρίθηκε λαχανιασμένος ο Χάρι.
«Εντάξει. Φρεντ, έλα να βοηθήσεις...»
Με τη βοήθεια των διδύμων, η Βαλίτσα του Χάρι μπήκε στο βαγόνι και τοποθετήθηκε κάτω απ' τα καθίσματα.
«Ευχαριστώ πολύ», είπε ο Χάρι κι έσπρωξε πίσω τα μαλλιά του, για να σκουπίσει το ιδρωμένο του μέτωπο.
«Τι είναι αυτό;» τον ρώτησε αμέσως το ένα απ' τα δίδυμα, δείχνοντας το σημάδι στο μέτωπο του.
«Όπα!» φώναξε το άλλο δίδυμο, προτού ο Χάρι προλάβει ν' απαντήσει. «Μήπως είσαι ο...»
«Ναι, αυτός είναι!» τον διέκοψε ο αδελφός του. «Εσύ δεν είσαι, ε;» ρώτησε κατόπιν τον Χάρι.
«Τι πράγμα;» απόρησε εκείνος.
«Ο Χάρι Πότερ!» φώναξαν μαζί και τα δυο παιδιά.
«Ναι, αυτός είναι... Θέλω να πω, εγώ είμαι», παραδέχτηκε σαστισμένος ο Χάρι.
Τα δύο δίδυμα αδέλφια τον κοιτούσαν τώρα μ' ανοιχτό στόμα. Ο Χάρι κοκκίνισε. Ανακουφίστηκε όταν απ' έξω ακούστηκε μια γυναικεία φωνή.
«Φρεντ!... Τζορτζ!... Πού είσαστε;»
«Ερχόμαστε, μαμά!»
Με μια τελευταία ματιά στον Χάρι, τα δυο αδέλφια πήδησαν απ' το τρένο.
Ο Χάρι κάθισε κοντά στο παράθυρο, απ' όπου μπορούσε να Βλέπει την οικογένεια με τα κόκκινα μαλλιά και ν' ακούει τι έλεγαν. Η μητέρα των παιδιών κρατούσε τώρα στα χέρια της ένα μαντίλι.
«Ρον», είπε, «έχεις μια μουντζούρα στη μύτη σου».