Ο μικρός προσπάθησε να της ξεφύγει, αλλά εκείνη τον άρπαξε σφιχτά απ' το μπράτσο κι άρχισε να τρίβει δυνατά την άκρη της μύτης του.
«Έλα! Ασε με, μαμά!» διαμαρτυρήθηκε ο μικρός.
«Αχ, το χρυσούλι μας! Ο Ρον μας! Έχει μουντζούρα στη μυτούλα του!» κορόιδεψαν τα δίδυμα αδέλφια του.
«Εσείς, σκασμός!» φώναξε ο Ρον.
«Πού είναι ο Πέρσι;» ρώτησε η μητέρα τους.
«Έρχεται. Να τον...»
Το μεγαλύτερο απ' τα αδέλφια πλησίασε με γρήγορα βήματα. Είχε κιόλας αλλάξει ρούχα και φορούσε τώρα τη μακριά ρόμπα και το φαρδύ μανδύα του μάγου, τα οποία ανέμιζαν πίσω του. Ο Χάρι πρόσεξε πως στο στήθος του ήταν στερεωμένη μια στρογγυλή ασημένια καρφίτσα με το γράμμα Π χαραγμένο στο κέντρο της.
«Δεν μπορώ να μείνω πολύ, μαμά» είπε. «Η θέση μου είναι μπροστά, γιατί οι επιμελητές έχουμε δυο βαγόνια δικά μας...»
«Α, ώστε είσαι επιμελητής, Πέρσι;» ρώτησε κοροϊδευτικά το ένα από τα δίδυμα. «Έπρεπε να μας το πεις! Δεν είχαμε ιδέα πως...»
«Μας το είπε, μας το είπε!» διέκοψε ο άλλος δίδυμος. «Δεν έκανε άλλη δουλειά όλο το καλοκαίρι!»
«Σκάστε εσείς!» είπε αυστηρά ο επιμελητής Πέρσι.
«Και γιατί ο Πέρσι έχει καινούρια ρούχα;» ρώτησε το ένα απ' τα δίδυμα.
«Μα γιατί είναι επιμελητής», αποκρίθηκε η μητέρα τους, κοιτάζοντας με υπερηφάνεια το μεγαλύτερο γιο της. «Λοιπόν, χρυσό μου», συνέχισε, «καλό διάβασμα και καλή πρόοδο. Στείλε μου μια κουκουβάγια όταν φτάσεις».
Κατόπιν φίλησε τον Πέρσι στο μάγουλο κι εκείνος έφυγε.
«Τώρα, εσείς οι δυο», είπε στους διδύμους. «Αυτή τη χρονιά πρέπει να είσαστε φρόνιμοι. Αν πάρω έστω και μια κουκουβάγια που να λέει πως ανατινάξατε μια τουαλέτα... ή κάτι τέτοιο...»
«Μα εμείς ποτέ δεν ανατινάξαμε τουαλέτα!» διαμαρτυρήθηκε ο ένας.
«Καλή ιδέα, όμως! Ευχαριστώ, μαμά!» είπε ο άλλος.
«Αφήστε τις ανοησίες. Και να προσέχετε τον Ρον!...»
«Μην ανησυχείς, μαμά. Ο κανακάρης σου είναι ασφαλής μαζί μας».
«Σκασμός!» είπε ο Ρον στ' αδέλφια του. Ήταν σχεδόν τόσο ψηλός όσο κι αυτοί, αλλά η μύτη του ήταν ακόμη κόκκινη, απ' το τρίψιμο που της είχε κάνει η μαμά του.
«Ε, μαμά!» είπε πάλι ο ένας απ' τους διδύμους. «Μάντεψε ποιον συναντήσαμε πριν λίγο στο τρένο».
Ο Χάρι τραβήχτηκε αμέσως προς τα πίσω, για να μην τον δουν να κρυφακούει.
«Ποιον;»
«Τον Χάρι Πότερ!»
Ο Χάρι άκουσε αμέσως τη φωνή της μικρής αδελφής των αγοριών.
«Αχ, μαμά! Ν' ανέβω στο τρένο να τον δω;»
«Τον είδες κιόλας, Τζίνι», αποκρίθηκε η μητέρα της. «Κι ο καημένος ο μικρός δεν είναι θηρίο σε ζωολογικό κήπο, για να τον κοιτάζουν... Είναι όμως αλήθεια αυτός, Φρεντ; Πώς είσαι βέβαιος;»
«Τον ρώτησα. Κι είδα και το σημάδι στο μέτωπο του, αυτό που είναι σαν αστραπή!»
«Ο καημένος! Γι' αυτό ήταν μόνος του στην πλατφόρμα... Και πόσο ευγενικά με ρώτησε πώς να βρει το τρένο...»
«Άσ' το αυτό, καλέ μαμά. Λες να θυμάται πώς είναι ο... Ξέρεις-Ποιος;»
Ξαφνικά η μητέρα των αγοριών έγινε πολύ αυστηρή.
«Σου απαγορεύω να τον ρωτήσεις!» είπε στο γιο της. «Με άκουσες, Φρεντ; Δεν του χρειάζονται τέτοιες ερωτήσεις την πρώτη του μέρα στο σχολείο...»
«Καλά, καλά, μαμά. Μη νευριάζεις».
Ένα δυνατό σφύριγμα ακούστηκε.
«Εμπρός! Ανεβείτε γρήγορα!» είπε η μητέρα τους.
Τα τρία αγόρια σκαρφάλωσαν στο τρένο. Όταν μπήκαν στο βαγόνι, έσκυψαν αμέσως απ' το παράθυρο για να τους φιλήσει η μητέρα τους. Η μικρή αδελφή τους άρχισε να κλαίει.
«Μην κλαις, Τζίνι!» την παρηγόρησαν. «Θα σου στείλουμε πολλές πολλές κουκουβάγιες».
«Θα σου στείλουμε κι ένα κομμάτι από τουαλέτα του "Χόγκουαρτς!"...»
«Τζορτζ!»
«Αστειεύομαι, καλέ μαμά...»
Το τρένο άρχισε να κινείται. Ο Χάρι είδε τη μητέρα και την αδελφή των τριών αγοριών να κλαίνε και να γελάνε μαζί ενώ έτρεχαν δίπλα απ' το τρένο, ώσπου εκείνο ανέπτυξε μεγάλη ταχύτητα και τότε σταμάτησαν να το ακολουθούν.
Ο Χάρι συνέχισε να κοιτάζει τη μικρή και τη μητέρα της, ώσπου χάθηκαν πίσω απ' την πρώτη στροφή. Σπίτια άρχισαν να περνούν γρήγορα μπροστά απ' τα μάτια του κι η καρδιά του γέμισε αισιοδοξία. Δεν ήξερε τι τον περίμενε εκεί που πήγαινε... αλλά σίγουρα πρέπει να ήταν καλύτερα απ' αυτό που άφηνε πίσω του...
Η πόρτα του βαγονιού όπου καθόταν ο Χάρι άνοιξε και το πιο μικρό απ' τα κοκκινομάλλικα αγόρια μπήκε μέσα.
«Κάθεται κανείς εκεί;» ρώτησε, δείχνοντας το κάθισμα απέναντι σ' αυτό του Χάρι. «Όλες οι άλλες θέσεις είναι πιασμένες».
Ο Χάρι έκανε μιαν αρνητική κίνηση με το κεφάλι κι ο μικρός κάθισε απέναντι του. Του έριξε μια γρήγορη ματιά γεμάτη περιέργεια και μετά γύρισε το βλέμμα του έξω απ' το παράθυρο, κάνοντας πως δεν τον είχε κοιτάξει.
Η πόρτα άνοιξε πάλι και οι δυο δίδυμοι έβαλαν τα κεφάλια τους μέσα.
«Ε, Ρον!» είπαν στον αδελφό τους. «Θα πάμε δυο βαγόνια πιο πέρα, στη μέση του τρένου. Ο Λι Τζόρνταν έχει μαζί του μιαν αράχνη γίγαντα...»