«Καλά», μουρμούρισε ο Ρον.
«Χάρι», είπε κατόπιν ο ένας απ' τους διδύμους, «νομίζω πως δε συστηθήκαμε. Εγώ είμαι ο Φρεντ κι αυτός είναι ο Τζορτζ Ουέσλι. Κι από δω ο αδελφός μας, ο Ρον. Θα τα πούμε αργότερα, λοιπόν...»
«Γεια», είπαν μαζί ο Χάρι κι ο Ρον.
Οι δίδυμοι έφυγαν κλείνοντας πίσω τους την πόρτα.
«Είσαι αλήθεια ο Χάρι Πότερ;» ρώτησε ξαφνικά ο Ρον.
Ο Χάρι κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.
«Α... εντάξει. Νόμιζα πως είναι καμιά απ' τις φάρσες του Φρεντ και του Τζορτζ... Κι έχεις, αλήθεια, εκείνο το...»
Έδειξε με το δάχτυλο του το μέτωπο του Χάρι.
Σιωπηλός ο Χάρι, παραμέρισε τα μαλλιά του για να φανεί το σημάδι. Ο Ρον το κοίταξε μ' ορθάνοιχτα μάτια.
«Ώστε εκεί ήταν, που ο Ξέρεις-Ποιος...»
«Ναι», αποκρίθηκε ο Χάρι. «Αλλά δεν το θυμάμαι...»
«Καθόλου;»
«Να... θυμάμαι ένα πράσινο φως, αλλά τίποτ' άλλο».
Ο Ρον συνέχισε να τον κοιτάζει με έκπληξη, ώσπου ο Χάρι πρόσεξε τι έκανε και τότε ο Ρον γύρισε βιαστικά το βλέμμα του στο παράθυρο.
«Είναι όλη η οικογένεια σου μάγοι;» ρώτησε ο Χάρι, που έβρισκε τον Ρον τόσο περίεργο, όσο τον έβρισκε κι εκείνος.
«Μα... νομίζω ναι...» αποκρίθηκε ο Ρον. «Η μαμά έχει ένα δεύτερο εξάδελφο που είναι λογιστής... αλλά δε μιλάμε ποτέ γι' αυτόν...»
«Εσύ, λοιπόν, ξέρεις κιόλας πολλά μαγικά, έτσι;»
Ο Χάρι ήταν σίγουρος πως οι Ουέσλι ήταν μια απ' αυτές τις παλιές οικογένειες μάγων, σαν αυτή που ανήκε και το χλομό αγόρι στο μαγαζί των ρούχων.
«Άκουσα πως πήγες να ζήσεις σε μια οικογένεια Μαγκλ», είπε κατόπιν ο Ρον. «Πώς είναι;»
«Απαίσιοι!» αποκρίθηκε ο Χάρι. «Όχι όλοι οι Μαγκλ... βέβαια... Ο θείος, η θεία κι ο εξάδελφος μου είναι πάντως... Μακάρι να είχα κι εγώ τρεις αδελφούς μάγους...»
«Όχι τρεις, πέντε!» τον διόρθωσε ο Ρον, δείχνοντας ξαφνικά απαισιόδοξος. «Εγώ είμαι ο έκτος στην οικογένεια μας που πάει στο "Χόγκουαρτς"... Ο Μπίλι κι ο Τσάρλι έχουν κιόλας αποφοιτήσει. Ο Μπίλι ήταν αρχηγός της τάξης του κι ο Τσάρλι πρωταθλητής σιο κουίντιτς. Και, τώρα, ο Πέρσι είναι επιμελητής... Ο Φρεντ κι ο Τζορτζ μπορεί να κάνουν πολλές φάρσες, αλλά οι βαθμοί τους είναι πολύ καλοί κι όλοι τους βρίσκουν τρομερά αστείους. Όσο για μένα, όλοι περιμένουν να τα πάω τόσο καλά όσο και τ' άλλα αδέλφια μου. Το να τα καταφέρω όμως, δε θα 'ναι δα και κανένα μεγάλο κατόρθωμα, γιατί οι άλλοι το 'χουν κάνει πρώτοι! Άσε που με πέντε μεγαλύτερους αδελφούς, ποτέ δε σου αγοράζουν τίποτα καινούριο. Έχω τον παλιό μανδύα του Μπίλι, το παλιό μαγικό ραβδί του Τσάρλι και τον παλιό αρουραίο του Πέρσι...»
Μιλώντας, ο Ρον έβαλε το χέρι στην τσέπη του κι έβγαλε από μέσα ένα μεγαλόσωμο γκρίζο αρουραίο, ο οποίος κοιμόταν βαθιά.
«Τον λένε Σκάμπερς κι είναι εντελώς άχρηστος, γιατί σπάνια ξυπνάει», συνέχισε. «Ο Πέρσι πήρε δώρο μια κουκουβάγια, γιατί έγινε επιμελητής, αλλά οι γονείς μου δεν μπορούσαν ν' αγοράσουν... θέλω να πω, σε μένα έδωσαν τον Σκάμπερς».
Τ' αφτιά του Ρον είχαν τώρα γίνει κατακόκκινα. Μάλλον είχε πει πιο πολλά απ' όσα έπρεπε, γιατί έσφιξε τα χείλη του κι άρχισε πάλι να κοιτάζει έξω απ' το παράθυρο.
Ο Χάρι, όμως, θεώρησε πως δεν υπήρχε τίποτα το στραβό αν κάποιος δεν είχε τα χρήματα για ν' αγοράσει μια κουκουβάγια. Στο κάτω κάτω της γραφής, κι ο ίδιος δεν είχε πεντάρα μέχρι πριν από ένα μήνα και το είπε στον Ρον. Του είπε, ακόμη, πως υποχρεωνόταν να φορά τα παλιά ρούχα του Ντάντλι και πως ποτέ δεν έπαιρνε δώρο στα γενέθλια του. Όλ' αυτά φάνηκαν να δίνουν στον Ρον κουράγιο.
«...κι ώσπου μου το είπε ο Χάγκριντ», συνέχισε ο Χάρι, «δεν ήξερα τίποτα για το ότι ήμουν μάγος, ή για τους γονείς μου, ή για τον Βόλντεμορτ...»
Ο Ρον έβγαλε μια κραυγή τρόμου.
«Τι τρέχει;» ρώτησε ο Χάρι.
«Είπες τ' όνομα του Ξέρεις-Ποιος!» αποκρίθηκε ο Ρον, δείχνοντας τρομαγμένος αλλά και πολΰ εντυπωσιασμένος. «Θα περίμενα πως εσύ... πιο πολύ απ' όλους...»
«Δεν προσπαθώ να κάνω το θαρραλέο, λέγοντας τ' όνομα του», εξήγησε ο Χάρι. «Απλώς, ποτέ δεν έμαθα πως αυτό το όνομα δεν πρέπει να λέγεται... Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω; Πως έχω ακόμη πάρα πολλά να μάθω... Και φαντάζομαι πως... πως θα είμαι ο χειρότερος στην τάξη...»
Μ' αυτά τα λόγια, ο Χάρι ομολογούσε για πρώτη φορά κάτι που τον είχε απασχολήσει πολύ τον τελευταίο καιρό.
«Δε θα είσαι», τον καθησύχασε ο Ρον. «Είναι κι άλλα παιδιά από οικογένειες Μαγκλ και μαθαίνουν πολύ γρήγορα...»
Κι ενώ τα δυο παιδιά μιλούσαν, το τρένο είχε βγει απ' το Λονδίνο. Περνούσε τώρα από καταπράσινα χωράφια, μερικά με αγελάδες. Ο Ρον κι ο Χάρι έμειναν για λίγο σιωπηλοί, κοιτάζοντας τες.
Κατά τις δωδεκάμιση ακούστηκε ένας θόρυβος στο διάδρομο, η πόρτα του βαγονιού άνοιξε και μια γυναίκα με ροδαλό πρόσωπο τους ρώτησε: «Τίποτα για κολατσιό, παιδιά;»