Ο Χάρι, που δεν είχε φάει πρωινό, πετάχτηκε αμέσως όρθιος. Τ' αφτιά του Ρον, όμως, κοκκίνισαν πάλι και μουρμούρισε πως είχε σάντουιτς μαζί του. Ο Χάρι βγήκε στο διάδρομο.
Ποτέ ως τώρα στη ζωή του δεν είχε χαρτζιλίκι για γλυκά. Τώρα που οι τσέπες του ήταν γεμάτες χρυσά κι ασημένια νομίσματα, ήταν έτοιμος ν' αγοράσει όσες σοκολάτες έβλεπε μπροστά του. Η ροδομάγουλη γυναίκα, όμως, δεν είχε σοκολάτες· είχε μόνο άγνωστα στον Χάρι γλυκά, με περίεργα ονόματα, όπως κολοκυθόπιτες, φτερά νυχτερίδας κι άλλα παρόμοια. Μη θέλοντας ν' αφήσει τίποτα χωρίς να το δοκιμάσει, ο Χάρι αγόρασε απ' όλα και πλήρωσε τη γυναίκα με 11 ασημένια δρεπάνια και 7 χάλκινα μαστίγια.
Όταν ο Χάρι ξαναμπήκε μέσα κι έριξε όλα τα γλυκά επάνω σ' ένα άδειο κάθισμα, ο Ρον τον κοίταξε κατάπληκτος.
«θα πεινάς πολύ», παρατήρησε.
«Ξελιγωμένος είμαι», αποκρίθηκε ο Χάρι, κόβοντας μια μεγάλη δαγκωνιά από μια κολοκυθόπιτα.
Ο Ρον έβγαλε απ' την τσέπη του ένα κακοτυλιγμένο πακέτο, το άνοιξε και κοίταξε τα τέσσερα μικρά σάντουιτς που είχε μέσα. Μετά άνοιξε το ένα, κοίταξε το περιεχόμενο του και μουρμούρισε λυπημένος: «Πάντα ξεχνάει πως δε μ' αρέσει το κρέας κονσέρβας...»
«Θέλεις να το αλλάξεις μ' ένα απ' αυτά;» τον ρώτησε ο Χάρι, δίνοντας του το πιο μεγάλο απ' τα παράξενα γλυκά.
«Τι να το κάνεις εσύ αυτό το σάντουιτς; Είναι ξερό...» αποκρίθηκε ο Ρον, χαμηλώνοντας το βλέμμα του. «Η μαμά μου δεν έχει πολύ ελεύθερο καιρό... με πέντε παιδιά... καταλαβαίνεις...»
«Δεν πειράζει, πάρ' το!» επέμεινε ο Χάρι, που ως τώρα δεν είχε ποτέ στη ζωή του ούτε κάτι να προσφέρει, ούτε κάποιον για να του το προσφέρει. Και του φαινόταν πολύ ευχάριστο να κάθεται τώρα με τον Ρον μασουλώντας όλα τα περίεργα πράγματα που είχε αγοράσει, ενώ τα σάντουιτς είχαν κιόλας ξεχαστεί.
«Τι είναι αυτά;» ρώτησε κάποια στιγμή τον Ρον, δείχνοντας του ένα κουτί με σοκολατένιους Βατράχους. «Δεν είναι αληθινοί Βάτραχοι, έτσι;» συνέχισε, έχοντας αρχίσει να πιστεύει πως τίποτα πια δε θα του φαινόταν περίεργο.
«Όχι, βέβαια», αποκρίθηκε ο Ρον. «Κοίταξε, όμως, ποια κάρτα είναι μέσα στο κουτί. Μου λείπει ο Αγρίππας και...»
«Ποιος σου λείπει;»
«Α, ναι, ξέχασα πως εσύ δε θα το ξέρεις. Οι σοκολατένιοι βάτραχοι, λοιπόν, έχουν μέσα σε κάθε κουτί μια κάρτα με τη φωτογραφία κάποιου διάσημου μάγου, ή μάγισσας... κι εμείς τα παιδιά τις μαζεύουμε αυτές τις φωτογραφίες... Εγώ έχω καμιά πεντακοσαριά... αλλά μου λείπουν ο Αγρίππας και ο Πτολεμαίος».
Ο Χάρι άνοιξε το κουτί με τους σοκολατένιους βατράχους και τράβηξε την κάρτα. Η φωτογραφία έδειχνε έναν άντρα με γυαλιά με μισούς φακούς, με μακριά και γαμψή μύτη και με μακριά κι ασημένια μαλλιά, μουστάκια και γένια. Κάτω απ' τη φωτογραφία ήταν το όνομα Άλμπους Ντάμπλντορ.
«Ποιος είναι ο Άλμπους Ντάμπλντορ;» ρώτησε ο Χάρι.
«Μη μου πεις πως δεν έχεις ακούσει ποτέ για τον Ντάμπλντορ;» είπε μ' απορία ο Ρον. «Μου δίνεις άλλον ένα Βάτραχο; Ευχαριστώ...»
Ο Χάρι γύρισε τη φωτογραφία από την ανάποδη κι άρχισε να διαβάζει:
Άλμπους Ντάμπλντορ, γενικός διευθυντής της Σχολής Χόγκουαρτς. Θεωρείται από πολλούς ο μεγαλύτερος μάγος της σύγχρονης εποχής. Ο Ντάμπλντορ είναι ιδιαίτερα γνωστός για τη νίκη του επί του κακού μάγου Γκρίντελβαλντ, το 1945, για την ανακάλυψη των δώδεκα χρήσεων του αίματος των δράκων και για την πρωτοποριακή εργασία του στην αλχημεία, μαζί με το συνεργάτη του Νικόλας Φλαμέλ. Ο καθηγητής Ντάμπλντορ λατρεύει τη μουσική δωματίου και το μπόουλίνγκ.
Ο Χάρι γύρισε πάλι τη φωτογραφία από την καλή κι είδε πως η μορφή του Ντάμπλντορ είχε εξαφανιστεί.
«Χάθηκε!» είπε κατάπληκτος.
«Ε, τι περιμένεις; Έχει πολλές ασχολίες, δεν μπορεί να περάσει εδώ ολόκληρη τη μέρα του», αποκρίθηκε ο Ρον. «Θα ξαναγυρίσει, όμως. Αχ, πάλι τη Μοργκάνα βρήκα κι έχω τουλάχιστον άλλες έξι δικές της φωτογραφίες... Μήπως τη θέλεις εσύ; Μπορείς ν' αρχίσεις τη δική σου συλλογή».
Το βλέμμα του Ρον γύρισε αμέσως στους σοκολατένιους βατράχους που είχαν απομείνει.
«Πάρε όσους θέλεις», του είπε ο Χάρι. «Ξέρεις κάτι, όμως; Στον κόσμο των Μαγκλ οι άνθρωποι μένουν για πάντα στις φωτογραφίες τους...»
«Αλήθεια;» ρώτησε κατάπληκτος ο Ρον. «Δηλαδή δεν κουνιούνται καθόλου; Απίστευτο!»
Το βλέμμα του Χάρι έπεσε πάλι στη φωτογραφία που κρατούσε ακόμη στο χέρι του και τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα, όταν είδε τη μορφή του Ντάμπλντορ να ξαναγυρίζει επάνω στο χαρτί και να του χαρίζει ένα μικρό χαμόγελο. Ο Ρον απέναντι του ενδιαφερόταν περισσότερο να τρώει τους βατράχους, παρά να κοιτάζει τις φωτογραφίες των διάσημων μάγων και μαγισσών, αλλά ο Χάρι δεν μπορούσε να τραβήξει τα μάτια του από πάνω τους. Σε λίγο, εκτός απ' τον Ντάμπλντορ, είχε και τις φωτογραφίες της Μοργκάνα, του Χένγκιστ, του Άλμπερικ, της Κίρκης, του Παράκελσου και του Μέρλιν. Τελευταία ήταν η φωτογραφία της Κλιόντνα, μάγισσας των Δρυΐδων, η οποία όμως εκείνη τη στιγμή έξυνε τη μύτη της. Έτσι ο Χάρι προτίμησε να μην την κοιτάξει. Στη συνέχεια ο Χάρι πήρε στα χέρια του ένα κουτί που έγραφε απ' έξω Φασολάκια του Μπέρτι, όλες οι γεύσεις κι άρχισε να το ανοίγει.