Выбрать главу

Κι άπλωσε το χέρι του, αλλά ο Χάρι δεν το έσφιξε.

«Νομίζω πως μπορώ μόνος μου να ξεχωρίσω τους κακούς», του είπε ψυχρά.

Ο Ντράκο Μαλφόι δεν κοκκίνισε, αλλά ένα ελαφρό ροζ χρώμα έβαψε τα χλομά μαγουλά του.

«Εγώ, στη θέση σου, θα ήμουν πιο προσεκτικός, Πότερ», αποκρίθηκε αργά. «Γιατί, αν δε γίνεις πιο ευγενικός, μπορεί να 'χεις κι εσύ την ίδια τύχη με τους γονείς σου. Κι εκείνοι δεν ήξεραν ποιο ήταν το συμφέρον τους... Αν πιάσεις φιλίες με σκουπίδια σαν τους Ουέσλι κι εκείνον τον Χάγκριντ, θα γίνεις κι εσύ όμοιος τους...»

Ο Χάρι κι ο Ρον πετάχτηκαν αμέσως όρθιοι. Το πρόσωπο του Ρον ήταν τώρα τόσο κόκκινο όσο και τα μαλλιά του.

«Για ξαναπές το αυτό!» φώναξε.

«Θέλεις, δηλαδή, να τα βάλεις μαζί μας;» ρώτησε κοροϊδευτικά ο Μαλφόι.

«Εκτός αν κι οι τρεις σας φύγετε αμέσως!» αποκρίθηκε ο Χάρι, προσπαθώντας να δείξει πιο θαρραλέος απ' όσο ένιωθε, γιατί ο Κράμπε και ο Γκόιλ ήσαν πολύ πιο μεγαλόσωμοι απ' αυτόν και τον Ρον..

«Εμείς όμως δεν έχουμε καμιά διάθεση να φύγουμε, έτσι παιδιά; Άσε που τελειώσαμε όλα τα φαγητά μας κι εσείς έχετε πολλά ακόμη...»

Μιλώντας, ο Γκόιλ άπλωσε το χέρι του στους σοκολατένιους βατράχους. Ο Ρον όρμησε προς το μέρος του, προτού όμως προλάβει να τον αγγίξει, ο Γκόιλ έβγαλε μια δυνατή κραυγή.

Ο αρουραίος Σκάμπερς κρεμόταν τώρα από ένα δάχτυλο του, με τα κοφτερά δόντια του βαθιά χωμένα στο δέρμα του Γκόιλ. Ο Κράμπε κι ο Μαλφόι έκαναν τρομαγμένοι πίσω κι ο Γκόιλ άρχισε να στριφογυρίζει γρήγορα το χέρι του, ώσπου ο αρουραίος ξεκόλλησε απ' αυτό κι έπεσε κάτω. Οι τρεις τους γύρισαν αμέσως την πλάτη τους κι έφυγαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Ίσως να νόμιζαν πως υπήρχαν κι άλλοι αρουραίοι κρυμμένοι μέσα στα γλυκίσματα, ή να είχαν ακούσει τα βήματα που πλησίαζαν, γιατί λίγες στιγμές αργότερα η Ερμιόνη Γκρέιντζερ μπήκε στο βαγόνι.

«Μα τι έγινε εδώ;» ρώτησε Βλέποντας τα γλυκά πεσμένα στο πάτωμα και τον Ρον να σηκώνει τον Σκάμπερς απ' την ουρά του.

«Φοβάμαι πως λιποθύμησε», είπε κατόπιν ανήσυχος στον Χάρι. «Α, όχι... βλέπω πως αναπνέει κανονικά... Τότε πρέπει να ξανακοιμήθηκε...»

Κι αυτό ακριβώς είχε κάνει ο Σκάμπερς.

«Έχεις ξανασυναντήσει τον Μαλφόι;» ρώτησε κατόπιν τον Χάρι ο Ρον.

Εκείνος του διηγήθηκε για τη συνάντηση τους στο μαγαζί ρούχων στη Διαγώνιο Αλέα.

«Έχω ακούσει για την οικογένεια του», είπε ο Ρον. «Ήταν απ' τους πρώτους που ξαναγύρισαν με το μέρος μας, αφού εξαφανίστηκε ο Ξέρεις-Ποιος. Κι είπαν πως τους είχε κάνει μάγια, γι' αυτό τον ακολούθησαν... Ο μπαμπάς μου όμως δεν το πιστεύει. Λέει πως ο πατέρας τού Μαλφόι δε χρειαζόταν δικαιολογία για να πάει με τη Δύναμη του Σκοταδιού...» Κατόπιν, γυρίζοντας προς την Ερμιόνη, ρώτησε με υπερβολική ευγένεια: «Μήπως μπορούμε να σε βοηθήσουμε σε κάτι;»

«Ήρθα να σας πω να διαστείτε και να φορέσετε τους μανδύες σας, γιατί μόλις πήγα ως την ατμομηχανή, ρώτησα τον οδηγό και μου είπε πως όπου να 'ναι φτάνουμε», απάντησε εκείνη. «Δε φαντάζομαι να μπλεχτήκατε σε κανένα καβγά... γιατί τότε θα έχετε φασαρίες προτού καν φτάσουμε στο σχολείο...»

«Ο Σκάμπερς μπλέχτηκε σε καβγά, όχι εμείς», αποκρίθηκε ο Ρον ρίχνοντας της μια ενοχλημένη ματιά. «Θα σε πείραζε τώρα να φύγεις, για να μπορέσουμε ν' αλλάξουμε;»

«Πολύ καλά!» είπε πειραγμένη η Ερμιόνη. «Εγώ ήρθα να σας ειδοποιήσω για το καλό σας... Και... το ξέρεις πώς έχεις μια μουντζούρα στη μύτη σου;»

Και λέγοντας αυτά, χου γύρισε την πλάτη κι έφυγε, χωρίς να δει το άγριο βλέμμα που της έριξε ο Ρον. Ο Χάρι κοίταξε απ' το παράθυρο. Έξω είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Μπορούσε ακόμη να ξεχωρίζει βουνά και δάση, κάτω από έναν ουρανό που άρχιζε να γίνεται μπλε. Το τρένο πράγματι είχε αρχίσει να κόβει ταχύτητα.

Ο Χάρι κι ο Ρον έβγαλαν τα μπουφάν και φόρεσαν τις μακριές μαύρες ρόμπες τους. Η ρόμπα του Ρον ήταν λίγο κοντή κι από κάτω φαίνονταν τα αθλητικά του παπούτσια.

Έξω στο διάδρομο ακούστηκε ξαφνικά μια φωνή: «Φτάνουμε στο "Χόγκουαρτς" σε πέντε λεπτά. Παρακαλούμε να αφήσετε τις αποσκευές σας στο τρένο και θα τις παραλάβετε αργότερα στο σχολείο».

Το στομάχι του Χάρι άρχισε να σφίγγεται από ξαφνική ανησυχία, ενώ είδε πως κι ο Ρον είχε τώρα γίνει κατάχλομος. Τα δυο αγόρια γέμισαν τις τσέπες τους μ' όσα γλυκά είχαν απομείνει και βγήκαν στο διάδρομο.

Το τρένο έκοψε κι άλλο ταχύτητα και σε λίγο σταμάτησε. Όλοι όρμησαν στις ανοιχτές πόρτες και βγήκαν σε μια μικρή και σκοτεινή πλατφόρμα.

Ο Χάρι ανατρίχιασε, όταν τον χτύπησε ο παγωμένος αέρας της νύχτας. Από μακριά μια αναμμένη λάμπα φάνηκε να έρχεται προς το μέρος τους κι ο Χάρι άκουσε μια γνώριμη φωνή να λέει: «Οι πρωτοετείς από δω! Από δω οι πρωτοετείς! Όλα εντάξει, Χάρι;»