Στον Χάρι, όμως, φαινόταν εντελώς απίστευτο πως εκεί ψηλά υπήρχε ένα ταβάνι και πως η μεγάλη τραπεζαρία δεν ήταν ανοιχτή στον ουρανό.
Ο Χάρι πήρε βιαστικά το βλέμμα του από ψηλά, καθώς η καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ έβαζε ένα σκαμνί με τέσσερα πόδια μπροστά στους πρωτοετείς φοιτητές. Επάνω στο σκαμνί ακούμπησε ένα μυτερό καπέλο μάγου, ένα καπέλο τριμμένο και πολύ βρόμικο. Η θεία Πετούνια, σκέφτηκε ο Χάρι, δε θα το κρατούσε ποτέ στο σπίτι της. Ίσως να έβγαζαν ένα λαγό απ' αυτό το καπέλο. Ένα τέτοιο κόλπο του φαινόταν πολύ κατάλληλο για... Στη συνέχεια πρόσεξε πως όλοι γύρω του κοιτούσαν το παράξενο καπέλο. Στήλωσε κι αυτός το βλέμμα του εκεί. Για μερικά δευτερόλεπτα η σιωπή γύρω ήταν απόλυτη. Μετά το καπέλο κουνήθηκε λίγο. Στο κάτω μέρος του άνοιξε μια σχισμή σαν στόμα και το καπέλο άρχισε να μιλά:
Όταν το καπέλο σταμάτησε να μιλά, όλοι το χειροκρότησαν. Εκείνο υποκλίθηκε δεξιά κι αριστερά και μετά έμεινε τελείως ακίνητο.
«Ώστε, λοιπόν, πρέπει να δοκιμάσουμε ένα καπέλο!» ψιθύρισε ο Ρον, ανακουφισμένος, στον Χάρι. «Θα τον σκοτώσω τον Φρεντ. Μου έλεγε συνέχεια πως πρέπει να παλέψουμε μ' έναν καλλικάντζαρο!»
Ο Χάρι προσπάθησε να χαμογελάσει. Ναι, το να δοκιμάσει ένα καπέλο ήταν ευκολότερο απ' το να κάνει μάγια. Θα προτιμούσε όμως να το δοκίμαζε χωρίς να τον κοιτάζει ολόκληρο το σχολείο. Γιατί ο Χάρι δεν ένιωθε αυτή τη στιγμή ούτε γενναίος, ούτε έξυπνος, ούτε σοφός, ούτε θαρραλέος, ούτε ικανός για τα πάντα προκειμένου να πετύχει το σκοπό του. Κι αν το καπέλο είχε αναφέρει έναν κοιτώνα για τους νευρικούς, ήταν σίγουρος πως μόνον αυτός του ταίριαζε.
Η καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ στάθηκε τώρα μπροστά τους. Στα χέρια της κρατούσε μια μακριά περγαμηνή.
«Όποιος ακούει τ' όνομα του!» φώναξε, «θα βάζει στο κεφάλι του το καπέλο και θα κάθεται στο σκαμνί, για να γίνει η επιλογή του. Αρχίζω, λοιπόν. Άμποτ, Χάνα!»
Ένα ροδομάγουλο κορίτσι με ξανθές πλεξούδες βγήκε απ' τη γραμμή, φόρεσε το καπέλο, το οποίο της κατέβηκε ως τα μάτια, και κάθισε στο σκαμνί. Ακολούθησε μια σύντομη σιωπή και μετά...
«Χάφλπαφλ!» φώναξε το καπέλο.
Τα παιδιά που κάθονταν στο δεξιό τραπέζι άρχισαν να χειροκροτούν ενθουσιασμένα, καθώς η Χάνα πήγε να καθίσει μαζί τους. Ο Χάρι είδε το φάντασμα του χοντρού καλόγερου να της κουνά χαρούμενος το χέρι του από μακριά.
«Βόουνς, Σούζαν!» φώναξε η καθηγήτρια.
«Χάφλπαφλ!» φώναξε πάλι το καπέλο κι η Σούζαν έτρεξε να καθίσει δίπλα στη Χάνα.
«Βουτ, Τέρι!»
«Ράβενκλοου!»
Τα παιδιά απ' το δεύτερο τραπέζι αριστερά άρχισαν να χειροκροτούν. Μερικά, μάλιστα, σηκώθηκαν όρθια κι έσφιξαν το χέρι του Τέρι, όταν πλησίασε για να καθίσει μαζί τους.
«Γκρέιντζερ, Ερμιόνη».
Η Ερμιόνη έτρεξε με λαχτάρα στο σκαμνί, κάθισε κι έχωσε βαθιά το καπέλο στο κεφάλι της.
«Γκρίφιντορ!» φώναξε το καπέλο κι ο Ρον έκανε μια γκριμάτσα στενοχώριας.
Όταν φώναξαν τον Νέβιλ Λονγκμπότομ, το αγόρι που όλο έχανε το βάτραχο του, ο μικρός παραπάτησε κι έπεσε προτού καν φτάσει στο σκαμνί. Όσο για το καπέλο, πάλι έκανε πολλή ώρα ν' αποφασίσει. Κι όταν, τέλος, φώναξε «Γκρίφιντορ!», ο Νέβιλ έφυγε τρέχοντας και φορώντας το ακόμη στο κεφάλι του, με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί να γυρίσει πίσω, ανάμεσα στα τρανταχτά γέλια όλων, και να δώσει το καπέλο στη Μορίν ΜακΝτούγκαλ.