Выбрать главу

Ο Χάρι γέλασε αυθόρμητα, αλλά ήταν ένας απ' τους πολύ λίγους που το έκαναν.

«Μιλάει σοβαρά;» ρώτησε τον Πέρσι.

«Ναι, σίγουρα», αποκρίθηκε εκείνος, κοιτάζοντας διαπεραστικά τον Ντάμπλντορ. «Κι αυτό είναι περίεργο, γιατί συνήθως μας λέει το λόγο που δεν επιτρέπεται να πάμε κάπου. Το δάσος, ας πούμε, είναι γεμάτο από επικίνδυνα ζώα — όλοι πια το ξέρουν αυτό. Νομίζω όμως πως τουλάχιστον σ' εμάς, τους επιμελητές, θα 'πρεπε να πει την αλήθεια για το διάδρομο του τρίτου ορόφου...»

«Και τώρα, προτού πάμε για ύπνο, ας τραγουδήσουμε το σχολικό ύμνο!» φώναξε μ' ενθουσιασμό ο Ντάμπλντορ.

Ο Χάρι, όμως, πρόσεξε πως τα χαμόγελα των άλλων καθηγητών είχαν παγώσει.

Ο Ντάμπλντορ σήκωσε ψηλά το μαγικό ραβδί του, το κούνησε ελαφρά κι απ' την άκρη του ξεπήδησε αμέσως μια χρυσή κορδέλα, που σηκώθηκε ψηλά στον αέρα κι άρχισε να μεταμορφώνεται σε μια σειρά από λέξεις.

«Ο καθένας ας διαλέξει τη μελωδία που προτιμάει», φώναξε πάλι ο Ντάμπλντορ. «Εμπρός, λοιπόν!»

Κι όλο το σχολείο άρχισε να τραγουδά δυνατά:

Χόγκουαρτς, Χόγκουαρτς, αγαπημένο μας! Κι αν άδεια από μυαλό κεφάλια έχουμε, σε σένα προστρέχουμε. Να τα γεμίσεις, να τα πήξεις, το μυαλό τους ν' αναδείξεις! Όλο χαρά, το κατώφλι σου διαβαίνουμε και χίλια μυστικά μαθαίνουμε. Καλό μας Χόγκουαρτς, μόρφωσε μας, στη ζωή να μαστέ δυνατοί και στο νου σοφοί!

Δεν τελείωσαν όλοι τον ύμνο την ίδια στιγμή. Στο τέλος μόνο οι δίδυμοι Ουέσλι είχαν απομείνει να τραγουδούν και μάλιστα σ' ένα πολύ αργό και λυπητερό ρυθμό. Όταν όλοι τελείωσαν, χειροκρότησαν. Ο Ντάμπλντορ πιο δυνατά απ' όλους.

«Αχ, η μουσική!» είπε κατόπιν ο Ντάμπλντορ σκουπίζοντας τα βουρκωμένα μάτια του. «Η μαγεία της είναι η πιο δυνατή απ' όλες... Και τώρα, ώρα για ύπνο. Εμπρός, εμπρός, πηγαίνετε!»

Οι πρωτοετείς του Γκρίφιντορ ακολούθησαν τον επιμελητή Πέρσι έξω απ' τη μεγάλη τραπεζαρία κι άρχισαν ν' ανεβαίνουν πίσω του τη μαρμάρινη σκάλα. O Χάρι ένιωθε τα πόδια του σαν να ήταν από μολύβι, αλλά μόνο επειδή ήταν πολύ κουρασμένος και πολύ χορτάτος. Νύσταζε τόσο πολύ, που ούτε καν παραξενεύτηκε όταν είδε τις μορφές στα κάδρα των τοίχων να ψιθυρίζουν μεταξύ τους και να δείχνουν τα παιδιά που περνούσαν, ή όταν ο Πέρσι τους περνούσε μέσα από πόρτες κρυμμένες πίσω από κουρτίνες και ταπετσαρίες. Με ατέλειωτα χασμουρητά και σέρνοντας τα πόδια τους, τα παιδιά ανέβηκαν κι άλλες σκάλες. Ο Χάρι είχε αρχίσει ν' αναρωτιέται πόσο μακριά θα πήγαιναν ακόμη, όταν ο Πέρσι σταμάτησε απότομα.

Ένα δέμα από λεπτά κλαδιά στεκόταν στον αέρα μπροστά τους και καθώς ο Πέρσι έκανε ένα βήμα προς το μέρος του, τα κλαδιά άρχισαν να πέφτουν επάνω του.

«Είναι ο Πιβς, ένα απ' τα φαντάσματα», εξήγησε ο Πέρσι στ' άλλα παιδιά. Κατόπιν, δυναμώνοντας τη φωνή του, συνέχισε: «Πιβς, άσε τις ανοησίες και φανερώσου!»

Ένας δυνατός θόρυβος, όπως όταν ο αέρας βγαίνει από ένα μπαλόνι, ήταν η απάντηση.

«Μήπως θέλεις να το πω στον Ματωμένο Βαρόνο;» ρώτησε απειλητικά ο Πέρσι.

Ένας δυνατός κρότος ακούστηκε και ένας μικρόσωμος άντρας παρουσιάστηκε μπροστά τους, με πονηρά μάτια και φαρδύ στόμα. Καθόταν οκλαδόν στον αέρα και στα χέρια του κρατούσε το δέμα από κλαδιά.

«Ααα!» είπε κατόπιν μ' ευχαρίστηση. «Τα χαζοπούλια του πρώτου έτους! Τι θαύμα!»

Όρμησε κατόπιν προς το μέρος τους κι όλα τα παιδιά έσκυψαν για να τον αποφύγουν.

«Δίνε του, Πιβς, αλλιώς ο Βαρόνος θα τα μάθει όλα!» είπε αυστηρά ο Πέρσι.

Ο Πιβς τους έβγαλε τη γλώσσα και μετά εξαφανίστηκε, αφήνοντας όλα τα κλαδιά να πέσουν στην πλάτη του Νέβιλ. Τα παιδιά τον άκουσαν ν' απομακρύνεται τραντάζοντας τις πανοπλίες στο πέρασμα του.

«Να προσέχετε τον Πιβς», τους είπε ο Πέρσι, όταν ξανάρχισαν να περπατούν. «Ο Ματωμένος Βαρόνος είναι ο μόνος που μπορεί να τον συγκρατήσει. Σ' εμάς τους επιμελητές δε δίνει σημασία. Να, φτάσαμε...»

Στο τέλος του διαδρόμου που είχαν διασχίσει, κρεμόταν το πορτρέτο μιας πολύ παχιάς γυναίκας, ντυμένης με ροζ μεταξωτό φόρεμα.

«Σύνθημα;» ρώτησε.

«Καπούτ Ντρακόνι», αποκρίθηκε ο Πέρσι κι αμέσως το πορτρέτο ανασηκώθηκε προς τα πάνω, αφήνοντας να φανεί ένα στρογγυλό άνοιγμα στον τοίχο. Όλοι πέρασαν απ' αυτό — ο Νέβιλ χρειάστηκε Βοήθεια — και βρέθηκαν στην αίθουσα αναψυχής του Γκρίφιντορ, ένα άνετο, στρογγυλό δωμάτιο γεμάτο αναπαυτικές πολυθρόνες.

Ο Πέρσι έδειξε στα παιδιά τις πόρτες που οδηγούσαν στις κρεβατοκάμαρες, μία για τ' αγόρια και μία για τα κορίτσια. Μια στριφτή σκάλα ξεκινούσε από κάθε πόρτα κι έφτανε σε έναν απ' τους πύργους του κάστρου. Εκεί τα παιδιά βρήκαν, επιτέλους, τα κρεβάτια τους: πέντε κρεβάτια με ουρανό, που το καθένα έκλεινε με κόκκινες βελούδινες κουρτίνες. Οι αποσκευές τους βρίσκονταν κιόλας εκεί. Όπως όλα τους ήταν πολύ κουρασμένα για κουβέντα, φόρεσαν βιαστικά τις πιτζάμες τους κι έπεσαν στο κρεβάτι.